Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Archives & Facts


Αρχείων Αρχείο



Ο Λεωνίδας Χρηστάκης μου έμαθε πολλά. Κυρίως, με ώθησε να προχωρήσω στις δικές μου αναζητήσεις. Όταν αντιλαμβανόταν, με την οξύνοια και τη διαίσθησή του (προϊόν κολοσσιαίας και άγριας πείρας), ότι κάτι θα μου ταίριαζε και θα μπορούσα δημιουργικά να το εντάξω στη διάπλασή μου, έσπευδε να μου το συστήσει. Μου έδινε συμβουλές ακόμα και για ζητήματα διατροφής. Πολύτιμες συμβουλές.

Για ένα διάστημα, ήμουν κάτι σαν το δεξί του χέρι, παρέα με τον αείμνηστο Βαγγέλη Κοτρώνη. Στο Ιδεοδρόμιο. Ο ογκώδης βραχνός ευαίσθητος Βαγγέλης. Ο λεπτοκαμωμένος λιγομίλητος  μπλαζέ Ίκαρος. Όχι τόσο δελφίνοι, όσο πνευματικοί, διανοητικοί μπράβοι. Ψυχοσωματοφύλακες. Εύθυμα, γλεντζέδικα παιδιά που είχαν πρώιμες στέρεες βεβαιότητες και ζούσαν εικοσιτετράωρα αέναων πειραματισμών. 


Οι δρόμοι μας, με τον Λεωνίδα,  δεν χώρισαν. Ποτέ. Απλώς άλλοτε κινιόμασταν παραλλήλως, άλλοτε τρωγοπίναμε στα πανδοχεία του κάθε τρίστρατου, άλλοτε χανόμασταν στον ίδιο λαβύρινθο, χωμένος ο καθένας στα δικά του, για να συναντηθούμε ξανά, στη Σόλωνος, στη Σολωμού, στην Ιπποκράτους, στα βιβλιοπωλεία, στα εστιατόρια, στους κινηματογράφους, στα καπηλειά. Σκέφτομαι ότι στις τρεις και βάλε δεκαετίες από τότε που τον γνώρισα δεν άλλαξα ρότα ενδιαφέροντα αισθητική τρόπους γούστα. 


Ανταλλάσσαμε ιδέες μες στα χρόνια. Δύο δικές μου έγιναν δικές του, παραμένοντας και δικές μου. Εμπνευσμένος από την Ατιμία του Borges συνέταξα το σχέδιο για μια Σύντομη Ιστορία της Αλητείας. Έφυγα για τη Γερμανία, αφήνοντας πολλά χαρτιά μου στον Λεό.  Πιο έμπειρος από μένα, πολύ πιο γρήγορος στο γράψιμο –άλλωστε εγώ είχα κυλήσει πάλι στην ποίηση εκείνη την εποχή, ενώ παράλληλα έλιωνα διαβάζοντας Hegel στο Bielefeld της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας–, ο Δάσκαλος οικειοποιήθηκε δεόντως το σχέδιο και το πραγματοποίησε με επιτυχία. Την ελάχιστη αμηχανία που έτεινε να δεσπόσει όταν ανταμώσαμε, και αφού ο Λεό είχε εκδώσει, στον Γαβριηλίδη, την Αλητεία, πανεύκολα την πνίξαμε σε απανωτά ποτήρια λευκό κρασί κάπου στην πλατεία Καρύτση. 


Το 1992 άρχισα να γράφω τα πεζογραφήματα που στεγάστηκαν στο Βιβλίο Συμβάντων και Αναφορών (εκδ. Ερατώ, 1996). Αποτελούσαν (και αποτελούν, διάολε!) μέρος ενός μυθιστορήματος που συντίθεται και εκρήγνυται για να επανασυντεθεί ώσπου ξανά να εκραγεί και κατόπιν να ζητήσει εκ νέου την ανασύνθεσή του. Στα μισά του βιβλίου, στρατηγικά, ενέταξα το πεζογράφημα «… στο Καφενείο της Χαμένης Νιότης». Καταλαμβάνει τις σελίδες 83-90 του βιβλίου. Αποτελείται από ονόματα ανθρώπων που γνώρισα από την παιδική μου ηλικία έως τα τριάντα μου, περίπου, και που άφησαν ίχνη στη ζωή μου. Ο Λεό, παρακινημένος από συζητήσεις σχετικά με τον λιτό τρόπο μου, οικειοποιήθηκε το τέχνασμα και έφτιαξε το όμορφο βιβλίο, με τον αμιγώς χρηστακικό τίτλο, Βιοπραγματική Ονοματοθεσία (εκδ. Όμβρος, 2000), αποτελούμενο από ονόματα ανθρώπων που γνώρισε από την παιδική του ηλικία έως τα εβδομήντα δύο του, ακριβώς, και που άφησαν ίχνη στη ζωή του.  


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με χαρτί και μολύβι, υπάρχω σε εφήμερες κοινότητες, σε παρέες με συμπότες και συζητητές που πάνε κι έρχονται, με ιδέες που λάμπουν άξαφνα και άλλες μένουν εκεί σταθερά και άλλες χάνονται σαν ψίθυροι σε γήπεδο. Πολλές ιδέες φίλων πέρασαν σε κείμενά μου. Δικές μου, βρήκαν το δρόμο τους σε κονάκια φίλων. Έτσι είναι όταν περνάς οχτώ και δέκα, ενίοτε και δώδεκα, ώρες το εικοσιτετράωρο με παλλόμενες διάνοιες που μεθοκοπάνε ακούγοντας πότε jazz και πότε Άκη Πάνου (ενίοτε ταυτοχρόνως!) επί σχεδόν δύο δεκαετίες στο εμβαδόν Ασκληπιού επί Καλλιδρομίου. Συχνά ξυπνούσαμε χωρίς να ξέρουμε πού βρισκόμαστε, και φυσικά δυσκολευόμασταν να εξιχνιάσουμε, φέρ’ ειπείν, τίνος ιδέα ήταν να συνεχίσουμε την κρασοκατάνυξη συζητώντας περί Eliot στου Μπόκολα και να καταλήξουμε στην Κέρκυρα με το χάραμα (!). Μερικές ουλές που έχουν παραμείνει σε κάποιων τα χέρια, τις κνήμες, το πίσω μέρος του κρανίου, ή το αριστερό βλέφαρο ακόμη δεν έχουν εξηγηθεί πειστικά. Δεν μπορούμε συνεπώς να μιλάμε για copyright ιδεών. Μπορούμε, ωστόσο, να θυμόμαστε και να θυμίζουμε μερικές φάσεις, για το γούστο του πράγματος. Και γιατί οι καιροί είναι αυτοί που είναι. Ενώ τότε οι καιροί ήσαν αυτοί που ήσαν. Εμείς παραμένουμε αυτοί που ήμασταν. Ο Λεωνίδας είναι πάντα εδώ. Μοναδικός. Και Ανεπανάληπτος.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 04/06/2012 

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Περί Πολιτικής / 2009 (!)


[Βραχύβια η στήλη μου Φαρενάιτ 451 στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας. Αναρτώ κείμενο που δημοσιεύτηκε λίγο πριν από τις εκλογές του 2009]

ΦΑΡΕΝάΙΤ 451




Βιβλία και Πολιτικοί, Ι

Οδεύουμε προς τις εκλογές, και ξέρουμε ότι, δυστυχώς, έχουν ανεπιστρεπτί παρέλθει οι καιροί που ευνοούσαν το μεθοδικό διάβασμα και γράψιμο εκ μέρους των πολιτικών ανδρών τε και γυναικών. Άλλοτε δεν υπήρχε ηγέτης που να μην εκθέτει συστηματικά διά της γραφής τις βλέψεις, τις ιδέες, τις διαθέσεις του. Στην θεαματική φάση της κοινωνικής οργάνωσης του υπάρχειν, οι ηγέτες, σωστοί Τιραμόλα και Σπίντι Γκονζάλες των media, δεν έχουν χρόνο να γράφουν, οπότε αναθέτουν την εργασία της συγγραφής των κειμένων «τους» σε έμπιστους συνεργάτες τους. Πολλοί παλιοί είχαν ταραχθεί όταν έμαθαν ότι ακόμα και ο ευφραδέστατος John Fitzgerald Kennedy εκφωνούσε, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, λόγους «του» που είχε συγγράψει ο πολύς Theodore Chaikin «Ted» Sorensen. Ακόμα και το βιβλίο του Kennedy Profiles in Courage που έγινε ευπώλητο, προκάλεσε επαινετικές συζητήσεις, και συνέβαλε στην άνοδο του «συγγραφέα» του στην προεδρία των ΗΠΑ, αφού του είχε προσφέρει, στα 1955, το σημαντικό Βραβείο Pulitzer, είναι γραμμένο από τον Sorensen!
            Οι τελευταίες πληροφορίες λένε ότι οι πολιτικοί δεν έχουν πλέον ούτε και για διάβασμα χρόνο – κυρίως δεν έχουν χρόνο να επιλέγουν τα βιβλία που θα είναι ψυχωφελές και χρήσιμο να μελετήσουν ή/και να απολαύσουν. Όντας ευαίσθητος και νομιμόφρων πολίτης, σπεύδω, κατόπιν δεκαπενθημέρου περισυλλογής και έρευνας, να προτείνω κατάλληλα αναγνώσματα για τους νυν κορυφαίους Έλληνες πολιτικούς (εννοείται ότι, παραλλήλως, τα αναγνώσματα αυτά προτείνονται και στους υπόλοιπους εκλεκτούς αναγνώστες της «Βιβλιοθήκης»). Πάμε, λοιπόν:
            Για τον Κώστα Καραμανλή (Νέα Δημοκρατία): Peter Handke, Περί Κοπώσεως (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Καστανιώτης), ένα έξοχο λογοτεχνικό πόνημα του αιχμηρού Αυστριακού συγγραφέα (1942), όπου εξετάζεται η κόπωση όχι ως κάτι το μεμπτόν, αλλά ως η αλήθεια μιας τόσο πανανθρώπινης αίσθησης/κατάστασης, στην οποία οι πάντες έχουμε δικαίωμα. Ο Handke μάς ξεναγεί στην κόπωση που είναι λυσσασμένη σαν πάθος (σ. 9), στην κόπωση-υπόδειγμα (σ. 29), στην κόπωση που γίνεται φίλη (σ. 48), ενώ αποφαίνεται, «Η κόπωση δίνει το ρυθμό στις σκόρπιες λεπτομέρειες» (σ. 67). Αφού προηγουμένως έχει αναφερθεί στον γαλήνιο ηθοποιό Robert Mitchum,  στον τροβαδούρο Bob Dylan, και στον εμπρηστικό είρωνα Ray Davis των Kinks, και λίγο προτού κάνει μνεία στον δημοφιλέστατο noir ντετέκτιβ/ ιππότη Philip Marlow, ο Handke προσφέρει τον πλέον ποιητικό ορισμό της κόπωσης: «Κόπωση: ο άγγελος που αγγίζει το δάχτυλο ενός βασιλιά που ονειρεύεται, ενώ οι άλλοι βασιλιάδες συνεχίζουν να κοιμούνται χωρίς όνειρα».
            Για τον Γιώργο Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ): Q. T. Cicero, Εγχειρίδιο Προεκλογικής Εκστρατείας (μτφρ & εισαγωγή: Αθηνά Δημοπούλου-Πηλιούνη, πρόλογος: Καλλιόπη [Κέλλυ] Μπουρδάρα, εκδ. Πατάκης). Γραμμένο τον 1ο π. Χ. αιώνα, το παρόν ολιγοσέλιδο πόνημα παραμένει και σήμερα επίκαιρο. Ήταν μάλιστα επιτυχές εγχείρημα καθότι ώθησε τον περιλάλητο ρήτορα Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα (106-43 π.Χ.) στην κατάκτηση του ανωτάτου αξιώματος, αυτού του πρώτου υπάτου, το 64 π.Χ. Το κείμενο έχει γράψει ο αδελφός του Κικέρωνα, ο Κόιντος Τύλλιος, όντας επικεφαλής του πολιτικού γραφείου του αδελφού του, όπως θα λέγαμε σήμερα. Τα λόγια του Κόιντου είναι μεστά, λιτά, μένουν σε τόνους χαμηλούς, αποφεύγουν την πρόκληση, αλλά και ξέρουν να γίνονται εμπρηστικά όταν κρίνεται απαραίτητο. Γράφει ο Κόιντος: «Αν και βεβαίως πρέπει να στηρίζεσαι στις παλιές και εδραιωμένες φιλίες, πολλές και χρήσιμες φιλίες δημιουργούνται κατά την ίδια την προεκλογική εκστρατεία. Γιατί μία τέτοια εκστρατεία, παρά τα άλλα μειονεκτήματά της, έχει και αυτό το πλεονέκτημα: μπορείς με ειλικρίνεια να κάνεις φίλους όποιους θέλεις, πράγμα που δεν είναι δυνατόν την υπόλοιπη ζωή σου με άτομα τα οποία, αν κάποια άλλη στιγμή προσπαθούσες να καλλιεργήσεις τη σχέση μαζί τους, θα φάνταζες ψεύτικος! Όμως σε μία προεκλογική εκστρατεία θα φαινόσουν ανάξιος υποψήφιος αν δεν έκανες πολλές τέτοιες επαφές με ιδιαίτερη επιμέλεια».
Για την Αλέκα Παπαρήγα (ΚΚΕ): Ζόρες Μεντβέντιεφ & Ρόι Μεντβέντιεφ, Ο Άγνωστος Στάλιν (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτης). Ταξινομημένα σε πέντε μέρη (Η Επαύριον, Ο Στάλιν και τα Πυρηνικά Όπλα, Ο Στάλιν και η Επιστήμη, Ο Στάλιν και ο Πόλεμος, Ο Άγνωστος Στάλιν), τα κείμενα των αδελφών Μεντβέντιεφ διαβάζονται και αυτόνομα συνθέτοντας, πάντως, ένα πολύπτυχο βιογράφημα/ εργογράφημα του Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι (1879-1953) που διαβάζεται με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, 130 χρόνια μετά τη γέννησή του. Λίαν διαφωτιστικά τα όσα καταγράφονται στις 500 σελίδες του βιβλίου, ιδιαίτερα εκείνα για τον συνταγματάρχη Ράζιν και το πώς περιέπεσε σε δυσμένεια επειδή επέμενε στην μεγάλη στρατηγική αξία των θέσεων του Καρλ φον Κλαούζεβιτς, το ενδεχόμενο της δολοφονίας του Στάλιν από τον φοβερό και τρομερό Μπέρια, ο παροπλισμός και η ανελέητη εξόντωση, στα 1938, του Νικολάι Μπουχάριν. Ο «ιδεολογικός στρατάρχης των επαναστατικών δυνάμεων – ο σύντροφος Στάλιν», παρά τις πάνω από εκατό (100!!!) βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει από το θάνατό του, στα 1953, παραμένει για πολλούς, και για την Αλέκα Παπαρήγα θαρρώ, ένα αίνιγμα και μια αφορμή για μελέτη των χαρακτηριστικών που συνιστούν έναν σκληρό ηγέτη, αλλά και για την υφή των καθημερινών, συνήθως άγνωστων, στιγμών του. «Στο παραμικρό σημάδι πόνου στις αρθρώσεις ή τους μυς», γράφει ο Ζόρες Μεντβέντιεφ, «ο Στάλιν στρεφόταν στη φωτιά για μια μορφή αυτοθεραπείας, ανεβαίνοντας να ξαπλώσει πάνω στη ρωσική θερμάστρα. Την πρακτική αυτή τη συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του».
            Για τον Αλέξη Τσίπρα (ΣΥΝ):  José Carlos Mariátegui, Εφτά Δοκίμια για την Ερμηνεία της Περουβιανής Πραγματικότητας (μτφρ. & εισαγωγή: Ρήγας Καππάτος, επίμετρο: Michael Löwy, εκδ. Άγρα). Από τα κρυφά συγκλονιστικά εκδοτικά γεγονότα των τελευταίων ετών, η κυκλοφορία του τόμου αυτού έρχεται να μας συστήσει μιαν από τις σημαντικότερες μορφές της σκέψης και της πράξης του 20ού αιώνα. Ο Mariátegui (1894-1930) ανήκει σ’ εκείνους που συνέβαλαν στο να γίνει η Αριστερά πολύπτυχο πολιτικό σχήμα και συνάμα όραμα, ένας έλλογος μύθος κι ένα εφαλτήριο πράξεων, μια Αφήγηση, μια αντίληψη για τον κόσμο και εντός του κόσμου. Ήταν ένας στοχαστής με σκέψη πρωτότυπη, με ιδέες απανωτές και γόνιμες, με διάθεση για δράση δυναμική και ρηξικέλευθη. Προώθησε την ιδέα ενός ατομικισμού κοινής ωφελείας και υποστήριξε τα «κοινόβια» των Ίνκας, τον θεοκρατικό κολεκτιβισμό και τον υλισμό τους. Αιρετικός μαρξιστής, όπως κάθε μαρξιστής που σέβεται, όχι μονάχα τον εαυτό του αλλά και τον ίδιο τον Marx,  o Mariátegui γράφει με λυρική μαεστρία και γερά τεκμηριωμένη ένταση για την ταξική διάρθρωση του Περού, για τη λογοτεχνία, για την παιδεία, για τους ιθαγενείς Ινδιάνους. «Ο Ινδιάνος έχει κοινωνική ύπαρξη της οποίας διατηρεί τις συνήθειες, το αίσθημά της για τη ζωή, τη στάση της μπροστά στο σύμπαν… Η ζωή του Ινδιάνου έχει στυλ. Παρά την κατάκτηση, το λατιφούντιο, τον αρχηγισμό, ο Ινδιάνος των Άνδεων κινείται ακόμα, κατά κάποιον τρόπο, μέσα στη δική του παράδοση».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

ΥΓ. Στο επόμενο, βιβλία για τον Γιώργο Καρατζαφέρη (ΛΑΟΣ), για τον Μιχάλη Τρεμόπουλο (Οικολόγοι Πράσινοι), και για τους Λοιπούς.





Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Διασυρμός

[Ένα από τα πολλά κεφάλαια του μυθιστορήματος ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Εστία. Ο ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ είναι το πρώτο μέρος της Τριλογίας του Χάους. Τα άλλα δύο μέρη, με τίτλους Περίληψη Προηγουμένων και Οι Άλλοι, θα ολοκληρωθούν αρχές Φθινοπώρου του 2012]


The fall (bababadalgharaghtakamminarronnkonnbronntonnerronntuonnthunntrovarrhounawnskawntoohoohoordenenthurnuk!)
JJ, Finnegans Wake

[2006]

Ι

«… και γυρίζει και μου λέει, με τα δάχτυλα να τυλίγουν το πράσινο εξώφυλλο, κάνει σαν να το προστατεύει αλλά και, συνάμα, να το κυριαρχεί, να το ελέγχει, έστω να θέλει να το ελέγξει, λες και είναι κάτι λατρεμένο κι επικίνδυνο μαζί, κάτι λυτρωτικό αλλά και λάγνα ύπουλο, κάτι που θέλει κατανόηση αλλά και επιφύλαξη, δόσιμο και δέσιμο, ναι, μου λέει λοιπόν, Αυτό, να το διαβάσεις, κι εγώ λέω, θα το διαβάσω, πού να ξέρω, πώς να ξέρω, ούτε καν ετών δεκαεφτά δεν ήμουν, και ήταν Ο Μαλόν Παθαίνει, Βόλος, 1976, στην οδό Αλεξάνδρας, σιμά στην εκκλησιά, στον Άγιο Νικόλαο, Piazza San Nicolo, Για να βρεις τη δροσιά του βουνού πρέπει ν' ανέβεις ψηλότερα απ’  το καμπαναριό, πιο κει οι Μιλάνοι, η Σκάλα των Μιλάνων, φαΐ καλύτερο έκτοτε δεν έφαγα ποτέ μου, τσίπουρο μελωδικότερο ουδέποτε απόλαυσα (ω Τζώρτζη Γιάννη και Βασίλειε Τσαλή, ω Χαϊμ Πολίτη και Σφακιανάκη Άγγελε, ω Δημήτρη Καζαντζή και Νίκο Σωτηρίου), κι όλα τα Μπι από κει τα έμαθα και τ’ αγάπησα, Borges Bernhard Burroughs Ballard, και κάτι λίγο πιο αγαπημένο, πιο κοντά σε ό,τι πάσχισα και πασχίζω, Beckett – να ’ναι καλά, ο Νίκος, ο Λούβη, ο Νικόλαος Λουδοβίκος, νυν ιερωμένος ανεπίληπτος και λόγιος λάμνων σε λέξεων ωκεανούς, ότι αυτός, με φωνή βραχνό βελούδο, γύρισε με κοίταξε μου είπε: Αυτό να το διαβάσεις, να το διαβάσω, εντάξει, το διάβασα, και έμεινα, εκεί, πια για πάντα έμεινα εκεί, των εμμονών μου έμμονος, μόνος ποτέ, πάντα με άλλους, πιστός σε ό,τι τότε μου έδωσαν, σε ό,τι σκληρά μού δόθηκε, Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν' ανεβείς μα είναι πολύ δύσκολο ν' αλλάξεις», έχει διαβάσει δυνατά, αργά και καθαρά, ο Μάνος Γιαννόπουλος, και εν συνεχεία έχει κλείσει το βιβλίο, έχει σηκωθεί, ευθυτενής, πάντα, με κινήσεις σταθερές, χωρίς τον παραμικρό, έστω και ανεπαίσθητο κλονισμό, και έχει πάει ίσαμε την κουζίνα, έχει ανοίξει το ψυγείο, έχει βάλει επιμελώς παγάκια στο κρυστάλλινο ουισκοπότηρό του, έχει  ανανεώσει το περιεχόμενό του, έχει επανέλθει στο καθιστικό, έχει πιει μια γερή γουλιά Teachers, έχει πάει στο πικάπ, έχει βάλει το Joes Garage να παίζει, έχει πάρει πάλι το βιβλίο τού πώς-τον-λένε, για κάτσε μισό δευτερόλεπτο να δούμε, ναι, ο Γιαννόπουλος βλέπει στο εξώφυλλο το όνομα του συγγραφέα, Οδυσσέας Νόβακ, βλέπει και τον τίτλο, Ηλιαχτίδες στο Μπλουτζίν, και κατόπιν έχει βαδίσει, σταθερά, χωρίς, άνευ, ποτέ, χωρίς το παραμικρό τρίκλισμα, δίχως καν ανεπαίσθητο, είπαμε, κλονισμό, και έχει φτάσει σε απόσταση ενός μέτρου, πάνω κάτω, από το μικρό, μικροαστικό προς νεοαστικό, τζάκι, και έχει υψώσει το χέρι με το βιβλίο κατά τριάντα μοίρες, έχει εκφέρει αργά, σταθερά, κρύσταλλο λαμπίκο, τις λέξεις, Δε μου γαμιέσαι μαλάκα Νόβακ με την εφηβεία σου, δε μου γαμιέσαι με τον Βόλο και τον Μπέκετ σου, δε μου γαμιέσαι με τον ηλίθιο παραφουσκωμένο βερμπαλισμό σου, δε μου γαμιέσαι με τον γαμημένο μαξιμαλισμό σου, και, έχοντας συνειδητοποιήσει, στο τσακ, ότι τείνει κι αυτός προς έναν μαξιμαλισμό, έστω και υβριστικό προς τον όντως μαξιμαλισμό, έχει, ανενδοίαστα και ανερυθρίαστα, πρέπει να τα λέμε αυτά, εκτοξεύσει το βιβλίο με όλες του τις ηλιαχτίδες και τα μπλουτζίν του όλα στη φωτιά, και έχει στραφεί προς τον ελεεινά αναίσθητο από το ποτό Νίκο Βελή, και του έχει πει, Άλλη φορά, Νίκο, μην ξαναγράψεις ως Νόβακ, και, κυρίως, άλλη φορά, Νίκο, μην ξαναγράψεις σάχλες. Μετά, το έχει σκεφτεί, το έχει ξανασκεφτεί, έχει ξαναγεμίσει το ουισκοπότηρό του, έχει ξαναπιεί μερικές γενναίες γουλιές, έχει ξαναπλησιάσει τον ακόμη ελεεινά αναίσθητο από το ποτό Νίκο Βελή, και του έχει πει, Μην ξαναγράψεις, τελεία.

*   *   *

ΙΙ

Ναι, λίγο προτού γνωριστούμε, Αγάπη μου, Αγαπημένη, Γυναικογυναίκα μου εσύ, είναι αλήθεια, έπινα ως το φουκαριάρικο συκώτι μου, που έλεγε κι ο Καζάζης, και δεν είχα ρέντα στο γράψιμο, μ’ όλο που παρίστανα το αντίθετο, από φόβο, αν θέλεις, από μια δεσπόζουσα, τότε, τάση μου να την κοπανάω κι από τον ίδιο μου τον εαυτό, να μην με κοιτάζω κατάματα, να φεύγω, να φεύγω, να φεύγω – και το χειρότερο ήταν που όλο αυτό το καρύκευα, το καλλώπιζα, ξεγελούσα τους άλλους κι εμένα διαρκώς, κι είχα το χιούμορ σωματοφύλακα και μπράβο και τραμπούκο, αλλά τι να σου κάνει και το χιούμορ άμα, ενώ πέφτεις, κατ’ ουσίαν δεν θέλεις να πέσεις, δεν αφήνεσαι καν στην πτώση σου, δεν είσαι ικανός ούτε καν η πτώσις να είναι δική σου και να σου ανήκει, που έλεγε κι ο Δαμίγος, ούτε καν να πέσεις δεν καταφέρνεις, κι όμως έπεφτα, αλλά έκανα ότι δεν έπεφτα, κι ενώ ψέματα δεν έλεγα, ήμουν εκ των πραγμάτων ψεύτης, καθότι ναι μεν δεν έλεγα τίποτα, μα τίποτα, που να μην ισχύει, τίποτα που να μην έχει γίνει, τίποτα που να μην έχει το οκέι του γεγονότος, από την άλλη σπανίως εγώ ήμουνα εγώ, θέλω να πω, δεν έδειχνα αυτό που είμαι, καθότι δεν γνώριζα πια αυτό που είμαι, και τα έκανα, κυρίως εντός μου, μαντάρα, αίσχος, άσε, άσε, ήταν το αίσχος μου, η κατάντια μου, διασυρμός.
            Κοίτα, για μερικές ώρες, όταν ήμουν με άλλους, υπερέβαλλα στο κέφι, πλησμονή απαστράπτοντος οπτιμισμού, πάντα ηχηρό παρών στα στέκια όλα, όχι ότι έλεγα ψέματα, αλλά, να, έπιανα τον εαυτό μου να μου φέρνει στο μυαλό ολοένα και πιο έντονα, και ολοένα και πιο δυσάρεστα, τον στίχο εκείνο του Τομ Γουέιτς I never told the trough/ so I could never tell a lie, κάπως έτσι ήταν, και να λέω μέσα μου, Μπας και είναι αλήθεια ότι δεν μπορώ να πω ψέματα επειδή δεν έχω πει ποτέ την αλήθεια; Κι αν δεν έχω πει ποτέ την αλήθεια, τι σκατά μαλακίες λέω τόσα χρόνια; Επειδή δηλαδή δεν λέω ψέματα, επειδή δεν μπορώ να πω ψέματα, σημαίνει ότι λέω την αλήθεια; Όχι, διαλαλεί, ο στίχος του Γουέιτς. Όχι, παπάρα, διατρανώνει ο στίχος του Γουέιτς. Όχι, άθλιε καμποτίνε, κατακεραυνώνει ο στίχος του Γουέιτς. Όχι, όχι, όχι !
            Κάτσε, βάζω ένα και συνεχίζω. Έτσι μπράβο. Λοιπόν! Πολλά κι απανωτά τα όχι. Πολλές μπάτσες. Κι από κει που δεν το περίμενα. Μαλακία κοινοτοπία λέω τώρα, μα πάντα σου έρχονται οι κατραπακιές από κει που δεν το περιμένεις.
Κοίτα, όχι, μην το πάρεις ότι κάθομαι και δικαιολογώ τις μαλακίες που έκανα επικαλούμενος κατραπακιές απότομες και κακουχίες αιφνίδιες και γκαντεμιές αδιανόητες, όχι, καρδιά μου, δεν είναι αυτό. Πάντως, οφείλω να τα πω, αυτό κάνουμε εδώ, αυτό κάνουμε τόσον καιρό, καθόμαστε και τα λέμε, έτσι δεν είναι;
            Λοιπόν, ήταν διελκυστίνδα που έκαιγε τα δάχτυλα, έτσουζε, τραχιά η τριχιά. Από τη μια το καθήκον που ο ίδιος είχα επιβάλλει σ’ εμένα τον ίδιο, το καθήκον να είμαι εν εγρηγόρσει αενάως και σε ωραία κέφια. Από την άλλη, οι αγριάδες της ζωής. Ήταν κι εκείνη η ιστορία με τη Βέρα, όπου είχα αλαλιάσει, το ομολογώ, είχα κινήσει γη και ουρανό, είχα κάνει παλαβομάρες, είχα γίνει ο Ενθουσιασμός με Έψιλον Κεφαλαίο, και είχα φάει τα μούτρα μου, και, ενδεχομένως, και τα μούτρα της Βέρας, ας πούμε, οκέι, ας δεχτούμε ότι τα κάναμε αμφότεροι ρόιδο, καθότι την στραπατσάρω εγώ, με στραπατσάρει εκείνη, την εκθειάζω εξυψώνω εγκωμιάζω εγώ, με εκθειάζει εξυψώνει εγκωμιάζει εκείνη, μετά καβγάς, ύστερα εξαφάνιση, κατόπιν αναζήτηση, έπειτα συμφιλίωση, και φτου κι απ’ την αρχή, μαγγανοπήγαδο. Στο τέλος είχαμε κάνει ψιλοκομμένο πατσά τα απομεινάρια αυτού που ενδεχομένως θα μπορούσε να ήταν ένας κάποιος έρως, έστω ένας κάποιος έντονος δεσμός, αλλά εντέλει δεν κατάφερε παρά να σβήσει, απλώς να σβήσει και μάλιστα να σβήσει αδόξως, ούτε καν σαν όνειρο που σβήνει την αυγή, ούτε καν σαν δάκρυ μέσα στην βροχή, ούτε καν σαν ψίθυρος σε συναυλία thrash metal.
            Ήταν κι άλλες ιστορίες. Προσπαθούσα, και εκεί ήμουν πάντα επινοητικός, ναι, πάντα είχα κάτι να σκαρφιστώ σ’ αυτό το ευρύ πεδίο, να εμπνέομαι και να εμπνέω, να παρασύρομαι και να παρασύρω, να ερωτεύομαι και να με ερωτεύονται. Ήταν κάτι σαν αφηνιασμός. Ήταν αυτό που έλεγε, και το είχε γράψει μάλιστα, ο Κωστής: ότι διέπομαι, λέει, από ένα εμβατηριακό μένος.
            Ναι, μπορείς να πεις ότι ανάμεσα στα 2000, πες 2002, και μέχρι λίγο προτού γνωριστούμε, πες, ξέρω κι εγώ, μέχρι 2006, ναι, και 2007, στα μισά του 2007, αυτό συνέβαινε, ένα εμβατηριακό μένος, ένας ακατάπαυστος θόρυβος ζωής, ναι, ζωή και ζωή και ζωή, έως αναισθησίας ζωή, και το εννοώ κυριολεκτικώς το αναισθησίας, θέλω να πω σωματικής αναισθησίας, έπεφτα ξερός από γλέντι, ναι, έπεφτα ξερός, πώς το λένε.
            Είχε γίνει κι εκείνη η ιστορία με την Φρανκφούρτη. Εντάξει, Μετά, το άλλο περιστατικό, με τα δεκάχρονα του Γκι Ντεμπόρ, που πήγα μόνος στο Παρίσι, μετά ο θάνατος του Λιάγκου, η καταλαλιά ότι πάω και βρίσκω τις κοπέλες του, τις γυναίκες του, τη μία μετά την άλλη, και τις παρασύρω σε ακολασίες, αν είναι ποτέ δυνατόν, και καπάκι το πατατράκ, πτώση με χλαπαταγή εντός μου, τύπου Αγρύπνια των Φίννεγκαν, ξέρεις, σου έχω πει, άκου πώς ακούγεται η πτώση, άκου, το έχω μάθει απέξω, βαθιά ανάσα, το ξέρω να σ’ το πω, να σου πω τη λέξη, εκατό γράμματα λέξη, ναι, εκατό, βαθιά ανάσα, αγάπη μου, βαθιά ανάσα, κούκλα μου, άκου, βαθιά ανάσα,  και bababadalgharaghtakamminarronnkonnbronntonnerronntuonnthunntrovarrhounawnskawntoohoohoordenenthurnuk!, έτσι ακούγεται, χαμός, χλαπαταγή, διασυρμός.
            Είχα φτάσει στα όριά μου, και δεν το έδειχνα. Δεν είχα, ας πούμε, το σθένος να το δείξω. Ξέρω κι εγώ. Ήταν και περηφάνια, γαμώτο, να, ότι δεν θέλω να δώσω άλλες αφορμές, ούτως ή άλλως μπεκρή με ανέβαζαν, ερωτύλο με κατέβαζαν, είχα τσαντιστεί, έλεγα μέσα μου ότι δεν θα τους κάνω το χατίρι, αλλά αυτή η τακτική είναι, ακριβώς, τακτική, αγάπη μου, δεν είναι στρατηγική, είναι μπούμερανγκ, με εννοείς, είναι έδαφος ολισθηρό, ναρκοθετημένη ζώνη. Άσε που ύστερα από κάποιο διάστημα είσαι κουρέλι, κομμάτια. 
Και με κατσάδιαζε κι ο Μάνος, και είχε δίκιο, δε λέω. Καθόμουν κι έγραφα μερόνυχτα ολόκληρα, κατεβατά επί κατεβατών, τα πήγαινα σ’ εκείνον τον εκδότη που σου έχω πει, τα εξέδιδα με το ψευδώνυμο που σου έχω πει, εντάξει, πουλούσαν, όπως σου έχω πει, μου έφερναν και κάτι άλλες δουλειές, περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνο, free lancer που λέμε, γέμιζε το πορτοφόλι, μετά άδειαζε ταχέως στις μπάρες το πορτοφόλι, αλλά, εντάξει, μην τα παραλέω, όχι μονάχα στις μπάρες, όχι μονάχα στις κάβες, και στα ποτοπωλεία πολυτελείας μια στις τόσες, αλλά και στα δισκάδικα και στα βιβλιοπωλεία, αλλά η μαλακία ήταν που άδειαζε επίσης, και μάλιστα τάχιστα, και εκείνος ο ωραίος, ο πολύτιμος θάλαμος του νου, ξέρεις, σου έχω πει, καρδιά μου, εκεί όπου φυλάμε τα τιμαλφή.
            Ο Μάνος, σωστός. Ο Γιαννόπουλος. Λαμπίκο, σωστός. Ναι, δεόντως με κατσάδιαζε, μου έλεγε ότι γράφω ξεσχισμένα μελοδράματα, ψυχοπορνογραφήματα για το ψυχομπουρδέλο που έχω καταντήσει, μια φορά μάλιστα είχε πάρει τις Ηλιαχτίδες και τις είχε ρίξει στη φωτιά. Άκου να δεις! Στη φωτιά!
            Από τσίπουρο τι έχει μείνει, αγάπη μου;

*   *   *

ΙΙΙ
           
Ο Βελής βαδίζει βαριάΜες στη νύχτα. Η πόλη είναι η κρύπτη του, αλλά πώς να κρυφτείς κι από τον ίδιο σου τον εαυτό;
Η Πατησίων, ναι, η αιωνία σύζυγος, πάντα πιστή, πάντα εκεί, αλλάζει, ρυτιδιάζει, αλλά εκεί, είναι εκεί, κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να ξηλώσει την Πατησίων, κι ας ξήλωσαν το Refrain (κρέμες λυτρωτικές και ρυζόγαλα βάλσαμο, με συνοδεία μερικά κονιάκ, λίγο μετά την εφηβεία, με το παλαιό ξύλινο ρολόι στον τοίχο, με την ευγένεια των ξενυχτισμένων ροκάδων και αναρχικών, α ρε Νιόνιο, τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα, φέρνουνε μηνύματα για μιαν αγάπη που ’χα, α ρε Σαββόπουλε Νιόνιο, τι ωραία συνταρακτική που ήτανε για μας τους πιτσιρικάδες με το πάντοτε γαλάζιο βλέμμα και τα πάντοτε κόκκινα μάτια –απ’ τα τσιγάρα, από το διάβασμα, απ’ το ξενύχτι–, τι ωραία συναρπαστική σαν μυθιστόρημα τραγουδισμένο με ήρωες ωραίους που ήτανε η Μαύρη Θάλασσά σου, α ρε Νιόνιο)~ κι ας ξήλωσαν τόσους και τόσους θαλπερούς σινεμάδες (πού είναι το άκλαυτο το Ράδιο Σίτυ όπου είχαμε μείνει άφωνοι βλέποντας τον Ναπολέοντα του Αμπέλ Γκανς, που είναι το  Attica όπου είχαμε ανακηρύξει το The Last Waltz μέγιστο μουσικό ντοκιμαντέρ και μάθημα ζωής, πού είναι η Αθηνά όπου είχαμε εκβάλει γέλια ουρανομήκη με τους Blues Brothers και τα τρελά ανθρωποκυνηγητά!)~ κι ας ξήλωσαν περίπτερα και ανθοπωλεία και φαγάδικα και βιβλιοπωλεία, όχι, η Πατησίων είναι εκεί, θα είναι εκεί, θα μείνει πάντοτε εκεί, τραγουδισμένη άγρια από την Κατερίνα Γώγου με λέξεις σουγιάδες.
Πάντα η Κατερίνα Γώγου, με ποίηση μέταλλο, με το βραχνό της βλέμμα, με τα αγκάθια που ’χει στην ψυχή της μέσα, με το χαμόγελο που ενταφιάζεται για να αναστηθεί όταν τ’ αστέρια θα χαμογελάσουνε κι αυτά, με τα ουρλιαχτά που ελλοχεύουν στην ποίησή της, με τις ψαλμωδίες της όταν βήχει ο ουρανός κι όταν αλυχτούν οι προσδοκίες και θέλουν λύτρωση και θέλουν γάργαρο νερό και θέλουν να γίνουνε κεράκια μες στο δάσος. Πάντα η Κατερίνα Γώγου πάνω κάτω την Πατησίων, πάνω κάτω τη λαλέουσα λεωφόρο όπου σουλατσάρει η αριστοκρατική μας αλητεία, πάντα η Κατερίνα Γώγου με το αγέρωχο μπλουζ μιας ήττας που γυρίζει σε νίκη, μιας φθοράς που γυρίζει σε αναβάπτιση, ενός κατήφορου που γυρίζει σε άνοδο, σε σωτήρια ορειβασία προς το εντελβάις που δεν σταματήσαμε ποτέ, η Κατερίνα Γώγου, κι εμείς, η πιτσιρικαρία που διαβάζαμε τους διακεκαυμένους στίχους της, να λαχταράμε όσο υπάρχουμε, κι όσο υπάρχουν άνθρωποι που διαλαλούν ότι ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση.
            Παράτα τα, Βελή. Άσ’ τα σάπια, που λέγαμε παλιά. Ξέχνα τη Γώγου που ήδη τόσον καιρό, τόσα χρόνια, δεν την θυμήθηκες ποτέ, λαμόγιο της κουλτούρας-να-φύγουμε, Βελή.
Ο Βελής βαδίζει βαριά. Βλέπει το είδωλό του, παραμορφωμένο, αλλοιωμένο, σκιασμένο, στις βιτρίνες που έχουν απομείνει στην Πατησίων, ενώ περνούν αυτοκίνητα, αδιάφορα για τον τραγέλαφο που αποτελεί ενίοτε τη ζωή του όλη, του Βελή. Εκεί που πάει να βουρκώσει, ο Βελής, τον πιάνουν τα γέλια, τον Βελή. Κι εκεί που πάει να γελάσει, ο Βελής, θυμάται αναπάντεχα βλακείες και χαζαμάρες και ουτιδανούς ολέθρους και αηδίες και ξεράσματα (όντως!), ο Βελής, και αισθάνεται, ναι, ο Βελής!, έναν κόμπο και μετά δάκρυα να φτάνουν στα μάτια του, του Βελή, τίνος άλλου; Φτάνει στην  Κεφαλληνίας, είπαμε ποιος, ο Βελής!, αγοράζει τσιγάρα από το περίπτερο όπου εναλλάσσονται η μητέρα περιπτερού, μία θυγατέρα, δεύτερη θυγατέρα, και μία ανιψιά, τις ξέρει τριάντα χρόνια πια, ο Βελής, δηλαδή ήξερε τη μητέρα αρχικώς, τότε που τέλειωνε η δεκαετία του εβδομήντα και πρωτοπήγε, ο Βελής, στο Aurevoir, διότι περί αυτού του περιπτέρου πρόκειται, του περιπτέρου που ήταν, και παραμένει, έξω από το Aurevoir, έξω από το μοντέρνο τέμενος και ποτοσχολαστήριο (όπως είχε βαφτίσει τα μπαρ, τα ποτάδικα σα να λέμε, ο ποιητής Νίκος Καρούζος), και εν συνεχεία, προϊόντος του χρόνου, γνώρισε τη μία θυγατέρα μετά την άλλη και τέλος την ανιψιά, και αγόραζε πάντοτε από εκεί τα δύο πακέτα της νύχτας, των ωρών που θα περνούσε μες στο Aurevoir και τον κυκεώνα των αναμνήσεών του, ο Βελής.
            Όπως έχουμε ξαναπεί, δοθείσης άλλης ευκαιρίας, ο εν λόγω Βελής, καιροσκόπος και καλοπερασάκιας, ψευτοτραγικός και ψευτοπότης, αλκοολικός του κώλου και Χάιντεγκερ του πεζοδρομίου, κακοφορμισμένη ναρκισσιστική πληγή και ψευταράς ταχείας αναπτύξεως, γεράκι και αρπακτικό, σφετεριστής γυναικών και λέξεων άλλων, αποτυχημένος σε όλα εκτός από την ίδια την αποτυχία, κάπνιζε, ο συμφεροντολόγος, μονάχα άφιλτρα τσιγάρα (ό,τι μάρκα του ερχόταν κάθε φορά, αρκεί όμως να είναι άφιλτρα) διότι ένεκα η αφηρημάδα του και η ακόπαστη οινοποσία και η αγαρμποσύνη του και ό,τι άλλο βάλει ο νους ανθρώπου, τότε που κάπνιζε τσιγάρα με φίλτρο τα μισά, και βάλε, πήγαιναν στράφι, καθότι ένεκα όσα είπαμε ο ειρημένος Βελής τα άναβε, τα πιο πολλά, ναι, τα μισά και πιο πολλά κι απ’ τα μισά, από τη μεριά που ήταν το φίλτρο και καιγόταν και πίκρα  κατέκλυζε απότομα το στόμα του και τα πέταγε καταγής ή όπου έβρισκε, και έτσι αποφάσισε να το γυρίσει στα άφιλτρα, όχι από στυλ, όπως ο Μάνος Γιαννόπουλος, φέρ’ ειπείν, αλλά από συμφέρον. Μόνον ένας Βελής, ένα τέτοιο βδέλυγμα, μα τι λέμε!, ούτε καν βδέλυγμα σωστό δεν θα μπορούσε να είναι, μόνο ένας Βελής ήταν ικανός να καπνίζει άφιλτρα τσιγάρα από συμφέρον.

*   *   *
           
           
IV

Ναι, Αγάπη μου, Αγαπημένη μου, Γυναικογυναίκα μου εσύ, ναι. Πράγματι, πτώση. Μια κατάρρευση, ας πούμε ήπια, μαλακή στην αρχή, και μετά απότομη, γκρεμοτσάκισμα. Πατατράκ.
            Καθότι, πώς να σ’ το πω, να, άκου, ήταν συσσώρευση το πράγμα. Μαζεύεις, μαζεύεις, μαζεύεις, είναι εκκρεμότητες από δω, εκκρεμότητες από κει, ζεις όμως σε μιαν ας πούμε ντανταϊστική interstellar overdrive που λένε και οι Pink Floyd, σε μια διαπλανητική ταχύτητα, με εντελώς αεροπλανικά κόλπα καταφέρνεις να περνάς από τη μια μέρα στην άλλη, πώς λέμε από τον ένα πύργο ο άλλος, πρόσεξέ με, όχι, όχι στον άλλο, αλλά ο άλλος, και μαζεύεται όγκος, πώς μαζεύεται χαρτομάνι και στην αρχή δεν δίνεις σημασία και ξυπνάς μια μέρα κι είσαι πνιγμένος στο χαρτομάνι, έτσι, ακριβώς έτσι ήταν, εκκρεμότητες, φόρα, τρέξιμο μύχιο, εσωτερικό, στα σωθικά του μυαλού, ξέρεις τώρα τι ακριβώς θέλω να πω, κι έρχεται άλλη μία προειδοποίηση, αλλά εσύ, εγώ δηλαδή, λες, άσε, άσ’ το γι’ αύριο, μα πώς, σήμερα έχω να διαβάσω ολίγη από Mason & Dixon, λέμε τώρα, επίσης σήμερα έχω να γράψω χίλιες τριακόσιες λέξεις άρθρο σχετικά με τις Χρήσεις του Χώρου στις Σύγχρονες Κατακερματισμένες Μητροπόλεις, ξαναλέμε ξανατώρα, έχω κάτι από δω, έχω κάτι από κει, και αφήνεις στην άκρη, άσ’ το γι’ αύριο, που λέει το καλαμπούρι με τους πιτσιρικάδες, ναι, άσ’ το γι’ αύριο, και το αφήνεις όντως γι’ αύριο, καθότι σήμερα είναι το νταβαντούρι, σήμερα είναι η πλάκα και η χλαπαταγή και η αιθρία ακόμα, σήμερα είναι η ανάσα και η αντάρα, και βάζεις ένα Jameson και ανάβεις ένα άφιλτρο και ανοίγεις ένα βιβλίο και πατάς το play και αφήνεις τα Άπαντα του Brian Eno να σε πάνε στο άλλο το αλλού, άσ’ το γι’ αύριο, άσ’ το τώρα, τράβα μια τζούρα απ’ το τσιγάρο σου, πιες μιας γουλιά ιρλανδέζικο, δες έξω από το παράθυρο, πάλι έχει πανσέληνο, πάλι ζεις και βασιλεύεις, πάλι πίνεις, πάλι καπνίζεις, πάλι όλο και κάτι θα γράψεις, δεν είσαι προς θάνατον, θυμήσου και καμιά ιστορία, τόσες και τόσες ιστορίες έχεις επινοήσει, έχεις πλάσει, τις έχεις κάνει γεγονός, τις έχεις καθαγιάσει, τις έχεις αφηγηθεί, τι είναι όλος ο κόσμος αν όχι ιστορίες, για δες τις στέγες των σπιτιών, μάλλον για φαντάσου τις στέγες των σπιτιών, πώς να τις δεις, από πού να τις δεις, απ’ το παράθυρό σου βλέπεις το μπαλκονάκι του απέναντι, ποιες στέγες;, ποιες;, αλλά δεν πειράζει, με σε νοιάζει, ξέρεις εσύ από μπόρα κι από αγιάζι, ηρέμησε, Βελή, ζήσε, φάε, πιες, ζαχάρωσε, κι ό,τι βρίσκεις σάρωσε, που έλεγε και το άσμα, κι έτσι πήγαινε, ναι, έτσι πήγαινε, Αγαπημένη, Αγάπη μου εσύ, με τσαλίμια και ντρίπλες και κόλπα την έβγαζα, κι αρνιόμουν να δω εντός, αρνιόμουν να τακτοποιήσω εκκρεμότητες, κι αρνιόμουν να στρωθώ στ’ αλήθεια αληθινά και να γράψω πραγματικώς πραγματικά, και ούτω καθεξής, καταλαβαίνεις τώρα.
            Η πτώση. Τι σημαίνει η πτώση; Σημαίνει να είναι ένας λασπώδης λαβύρινθος η πόλη, να μην λατρεύεις κάθε βήμα στο πεζοδρόμιο της Πατησίων, να μην στραφταλίζουν οι στιγμές όταν σου έρχεται πάλι στο νου μια τρελαμένη αφροσύνη απ’ τα παλιά, να βαραίνουν ξάφνου όλα, κάθε δευτερόλεπτο να βαραίνει, κι εσύ να το αφήνεις να βαραίνει, να αφήνεις τη λάσπη εκεί μέσα στο λαβύρινθο, να είναι μουντές οι στιγμές, να είναι κουραστικές οι λέξεις οι παλιές, να μην σκιρτάνε όλα μέσα σου στο άκουσμα της φωνής του φίλου, του Μάνου, του Καπετάν Φασαρία, του Νέστωρα, του Όλεθρου. Ακόμα και με τα βιβλία, ήταν, πώς να σ’ το δώσω να καταλάβεις, να, ήταν σαν να είχε γεράσει το βλέμμα μου όταν τα άνοιγα, σαν να ήθελαν αλλού να είναι τα μάτια μου και όχι στις σελίδες. Γάμησέ τα. Γάμησέ τα, σου λέω, μη σου τύχει, όχι, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου, που δεν έχω ο έρμος, πώς να έχω, να μην τύχει.
            Η πτώση. Να μην θέλεις διαρκώς και διακαώς όλα όσα διαρκώς και διακαώς ήθελες, και τα ήθελες, λέμε, διαρκώς και διακαώς μια ζωή. Να νερώνει το κρασί. Να γίνεται χλιαρό το τσάι. Αίσχος. Άκου: να μην μπορείς ούτε να κλάψεις ούτε να γελάσεις. Να γίνεσαι, μέρα με τη μέρα, μια κεκτημένη ταχύτητα, μια αμβλυμένη τραχύτητα, ξεδοντιάρης σκύλος, φαφούτης, σαχλαμάρας, κι όμως να μην το αντιλαμβάνεσαι, όχι, χαμπάρι στην αρχή, τίποτα, και το πράγμα να συσσωρεύεται, Μαριάννα, να στοιβάζεται, να πυργώνεται, ξέρω κι εγώ, να γίνεται όγκος.
            Μαλακίες και παπαριές. Αυτά κάνεις άμα είσαι προς την πτώση, και όχι προς την νίκη, χαχαχαχααααα, έτσι λέγανε ένα χριστιανικό, το μάτι μου, φυλλάδιο, με έναν τσολιά τρομπετίστα στο εξώφυλλο, στυλ Ντίζι Γκιλέσπι in Athens, τι δισκάρα!, τι εξωφυλλάρα!, σου το έχω δείξει, έτσι δεν είναι; Τέλος πάντων, ναι, προς την νίκη, ή και Προς την Νίκην, με ν επιπλέον, ναι, σου λέω, μας το μοιράζανε επί χούντας στο σχολείο, γάμησέ τα. Λοιπόν, προς την πτώση όταν είσαι, όταν εγώ, δηλαδή, ήμουν προς την πτώση, είναι ζόρι το εξής: το ότι δεν το παίρνεις ακριβώς χαμπάρι, και αφηνιάζεις κιόλας, βάζεις κι άλλα, παραπανίσια γκάζια να είσαι στο ύψος των περιστάσεων, που λέμε, κι όλο γλέντια και χαρές, κι αφήνεις και τα πένθη στην άκρη, και όλο θες να μην είσαι μόνος, να είσαι συνέχεια με άλλους, λίγο δράκουλας, κι όλο ρουφάς και αρμέγεις, αλλά όλο ρέστος μένεις, άνευ, δίχως, κενός εντός ολίγου, τίποτα, νούλα, ζερό.
            Το κακό είναι ότι δεν το καταλαβαίνεις. Εγώ, εντάξει, εγώ δεν το καταλάβαινα. Να είμαι εντελώς στην άκρη, να είμαι στο χείλος, και να μην το καταλαβαίνω. Κι είμαι και τυχερός, κωλόφαρδος που δεν ήταν ανήκεστος η βλάβη. Εντάξει, δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη. Καθώς επίσης και δεν θα πεθάνουμε ποτέ, πριν ζήσουμε για πάντα.
            Πάω να φέρω το τσιπουράκι κι έρχομαι.

*   *   *
           
V

Ο Βελής, ο Νίκος Βελής, μπαίνει στο Aurevoir, και πάλι, και είναι δύο χιλιάδες έξι το έτος, και είναι Μάιος ο μήνας, και είναι ξημερώματα η ώρα, και είναι μαντάρα το μέσα του. Αλλά δεν είναι εμφανές αυτό το τελευταίο. Το βλέμμα του Βελή, όσο κι αν πίνει, δεν είναι κατατεμαχισμένο, δεν κάνει ζάπινγκ το βλέμμα του Βελή, είναι, ξέρει να είναι, σταθερό, ξέρει να μη δίνει λαβές το σταθερό βλέμμα του Βελή. Το σταθερό βλέμμα του Βελή δεν θα ξαναδεί, και δεν θέλει να ξαναδεί, όλα όσα θέλουν να κάνουν το σταθερό βλέμμα του Βελή να πάψει να είναι σταθερό, ο Βελής είναι μέγας παλιομασκαράς, δεν είναι δυνατόν η κάθε τσούλα κατάσταση και η κάθε του δρόμου υπόσταση να απειλεί την σταθερότητα του βλέμματος του Βελή, όχι, ο Βελής, αφού έχει μπει στο Aurevoir, και αφού έχει καθίσει στην κλασική, κερδισμένη με εκατοντάδες χιλιάδες ουίσκυ, με εκατοντάδες χιλιάδες τσιγάρα, με εκατοντάδες χιλιάδες χαμόγελα και με εκατοντάδες χιλιάδες δευτερόλεπτα λεπτά ώρες, την κλασική, κερδισμένη επαξίως θέση του, στο πρώτο τραπέζι δεξιά όπως μπαίνουμε, στη γωνία, κολλημένος στην στιλβωμένη βαθύχρωμη καλαμωτή του Προβελέγγιου, με το σταθερό, είπαμε!, Βελήσιο Βλέμμα στραμμένο στην Πατησίων, την αιώνια σύζυγο, τον τάφο ονείρων αλλά και εφαλτήριο πράξεων, στο κέντρο του κόσμου, στον ομφαλό της γης, ο Βελής αφού έχει καθίσει και αφού έχει παραγγείλει το ιρλανδέζικο και αφού ανάψει το άφιλτρο και αφού έχει ευχαριστήσει στον κύριο Λύσανδρο, και αφού έχει ανταλλάξει μαζί του μερικές ωραίες κουβέντες, και αφού έχει εκ νέου στρέψει το βλέμμα του, το σταθερό, λέμε, στην Πατησίων, θα λάβει την απόφαση να ξεμπερδεύει με όλα όσα τον τελευταίο καιρό τον έχουνε μπερδέψει, ν’ αρχίσει τα χρατς και χρουτς στους Γόρδιους Δεσμούς, να κόψει κεφάλια, να κάψει γέφυρες, να βγει απ’ το τέλμα.
            Βγάζει το σημειωματάριό του, γράφει: «Τέρμα. Τέρμα. Τέρμα. Να μην βρω κορίτσι να με τραβήξει, να με ρυμουλκήσει. Τι σκατά ηλεκτρολεττριστής είμαι; Πού το θυμήθηκα κι αυτό! Όχι, τέρμα. Θέλω δάκρυα για να έχω χαμόγελα. Θέλω κλάματα για να έχω γέλια. Θέλω ν’ αγαπήσω τα σκατά μου για να μπορέσω ν’ αγαπήσω και τα σκατά μιας γυναίκας. Της τελευταίας γυναίκας. Καυτή μονογαμία, ladies & gents. Καυτή μονογαμία, κι όχι κάπα κάπα κάπα, Κάθε Καρυδιάς Καρύδι, στη ζωή μου. Για να συνεχίσω να ζω όπως έχω ζήσει. Γι’ αυτό».

*   *   *

                       
           
VI

Ήμουν στο παρά πέντε. Θα ήθελα, ένα ουίσκυ πάνω ένα ουίσκυ κάτω, να περάσω στο και πέντε, να είναι το πατατράκ εντελές, ίσως ακόμα και ευτελές, ξέρεις, στον πυθμένα στον πάτο στο όσο πιο κάτω γίνεται, για να μπορώ μετά, ας πούμε αναβαπτισμένος, να – τι να; Τι μαλακίες να; Όχι, είπα μετά (τέρας σταθερότητας ο αγαπημένος σου, χαχαχαχαχαχαααααα!!!!), μαλακίες, παπαριές, καμία αναβάπτιση, τσου. Θα μείνω εκεί, στο παρά πέντε, λέω μέσα μου, τέρμα στο τέλμα, και θα κάτσω να δω όοοοοοολα αυτά τα τρελά τρεχάμενα τρίμηνα και εξάμηνα και έτη τι σκατά έκανα, και θ’ αγαπήσω τα εν λόγω σκατά, και μετά θ’ αγαπήσω και τα σκατά της Αγαπημένης, της Γυναικογυναίκας μου, τα δικά σου τα σκατά, λατρεμένη μου λατρεία, σκέφτηκα, αλλιώς δεν έχει νόημα, αλλιώς είναι άλλη μία προδοσία, και φτάνει πια με τον προδότη του γραπτού λόγου, άνοιγα στο αίνιγμα πια, κι όχι κλείσιμο, και άνοιγμα στο αίνιγμα όχι από κόπωση και κρίσιμη καμπή και κλιμακτήριος και τέτοια, αλλά ξανά, ή και για πρώτη φορά, όλο, μα όλο, το φιλμ της ζωής, ένα λυτρωτικό, όσο κι αν είναι οδυνηρό, playback, και κατόπιν όχι απάρνηση, όχι, όχι, ούτε διαγραφή χρεών, ούτε παραγραφή παραπτωμάτων, και τα ρέστα, αλλά συνέχιση, μες στα σκατά έστω, πάντως συνέχιση, τεθλασμένη μεν γραμμή πάντως γραμμή, και στρώσιμο, όσο γίνεται συστηματικό, όσο γίνεται μεθοδικό, στο γράψιμο, τόσα χρόνια τους έγραφα, τώρα γράφω, σύμφωνα με το ηλεκτρολεττριστικό θέσφατο του κώλου.
            Και, ναι, όπως ξέρεις, και δεν είναι ανάγκη, για την ώρα, να το μάθει ο κόσμος όλος, πήρα βαθιά ανάσα και βούτηξα στα σκατά. Και τα αγάπησα. Ξέρεις πώς, σ’ τα έχω πει αυτά. Κι είναι κι άλλα να σου πω, Αγαπημένη. Πολλά άλλα.
            Ξέρεις εσύ.
            Δύο ειδών άνθρωποι υπάρχουνε: εμείς!

*   *   *










Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

"Ένας αριστερός συγγραφέας που τον σέβονταν ακόμα και οι καταστασιακοί" [RB, 2666, σ. 147]

Καυτός Ρεαλισμός


«Η Τέχνη της Αφαίρεσης στον Μεταεξπρεσιονιστικό Ηλεκτρολεττρισμό [πόνημα χιλίων οκτακοσίων σελίδων του Όσκαρ Αμαλφιτάνο πάνω σε ένα σχόλιο πέντε αράδων του George Carpenter ή Διδάκτορα]», ψέλλισε ο ΓΙΜ και άφησε την τελευταία μας πνοή



Μπα. Σωσμός, όχι. Δεν έχει σωσμό. Γλιτώνεις από δω, τσακίζεσαι από κει. The typewriter is holy, σε στοιχειώσανε αυτοί, κάνεις να ξεφύγεις, ξανά όμως, εδώ, πάλι, όλοι. Κατάδικος. Καταδικός τους. Ο αιχμάλωτος της Ζέντα, πώς το έλεγαν. Και της Ζέλντα. Της Φιτζέραλντ, ντε. Και ξερό ψωμί. Νάτο πάλι. Άντε πάλι. Άρχισε πάλι. Κι έτσι κι αρχίσει – να πώς άρχισε (Σελίν)  – άντε να σταματήσει. Γράφει ο ΚΚ, στο facebook, στην Ομάδα Ηλεκτρολεττριστών, Σημερινό, πριν από λίγα λεπτά – «Θέλω ένα ξενόγλωσσο μυθιστόρημα, το Μπέρκονισμ, του Ντελούζ» ... στην προηγουμενη μου ζωη ενδεχομενως να ημουν ενας απο τους κριτικους που εθαψαν το Moby Dick και τωρα τιμωρουμαι γι' αυτό… Και ο Γέρων του Βουνού, πασχίζοντας αφενός να μιμηθεί, όσο να ’ναι, την υπερανθυπογλώσσα των φεϊσμπούκιζ και αφετέρου να μην χάσει αξιοπρέπεια και χιούμορ τζάμπα und βερεσέ, σχολιάζει Ελ Οου Ελ ! Καλτσά, ετοίμασε βιβλίο, "Η Δυστυχία τού να είσαι Βιβλιομανής Βιβλιοφάγος Βιβλιοϋπάλληλος"  [Τα πολλαπλά αβάσταχτα και μη, απανωτά ή ου, του ενός και του άλλου, και πάει λέγοντας, λάικ δεν τα καταγράφω, ούτε και που με νοιάζει εδώ να κάνω ένα ντοκιμαντέρ του Facebook, την παράνοια τη γενικευμένη να καταγράψω επιθυμώ, και την προσωπική μου οδύνη – ενόσω ακούω, με ακουστικά γιατί η αγάπη μου κοιμάται μισό μέτρο πιο κει στο υπόγειο υπερώο μας, τις ρήσεις κι αντιρρήσεις διαφόρων παραφρόνων που αλληλοαρπάζονται σε μια ραδιοφωνική παραληρηματική rave σιτουασιόν, τίγκα στις θεωρίες συνωμοσίας, γιατί η κρίση, πόθεν η κρίση, προς τα πού η κρίση, αν ζει ακόμη ο Μπρέζνιεφ, αλλά και ο Τζιμ Μόρισον, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ με έναν χίππη, που έλεγε κι ο Σαββόπουλος, και ούτω καθεξής], και ο ΚΚ απαντάει, και ορθώς, με θλίψιν ορθή, μα και με χιούμορ ορθό, Καθε κεφαλαιο θα ξεκιναει με μια απο τις κορυφαιες ατακες πελατων που μαζευω σε Wall of Shame..., και από το πουθενά, άντε από το σχεδόν πουθενά, από μιαν άλλη πόλη τελοσπάντων, σκάει κι απογειώνεται και παρεμβαίνει ο ΡΣΠ, ο πιο πιτσιρικάς (και, λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι η σκληρή η άτεγκτη η αδυσώπητη αλήθεια, και λοιπά, ο πιο σώφρων και σοφός, ίσως και ταλαντούχος, ξέρω κι εγώ), ο οποίος μάλιστα έχει εκδώσει στην τρυφερή ηλικία των είκοσι γαμωτοκερατόμου ετών το πρώτο μυθιστόρημα, εξακόσιες τέσσερις σελίδες το τσογλάνι, Πες Πάλι Πόλη, ο τίτλος, με πρωταγωνιστή μιαν ολόκληρη πολιτεία που ασθμαίνει λαχανιάζει τραγουδάει αντέχει σπαρταράει και πάει λέγοντας κι έρχεται μη-πω-πως, anyways, παρεμβαίνει λοιπόν ο ΡΣΠ (ενώ στο ράδιο, στην εκπομπή που ακούω με τα ακουστικά, τσακώνονται τώρα για το ποια είναι πιο Ελληνίδα Θεά η Μούσχουρη ή η Κάλλας, άκου να δεις!), και λέει, ο ΡΣΠ, Παρόμοια ατάκα που άκουσα στο Μετρόπολις, στο τμήμα με τις ταινίες: ''Καλέ! Θέλω μια από αυτές τις ταινίες, τις πώς τις λένε... αυτηνής...μμ... της Shakira Κurosawa'', και καπάκι ΚΚ, θεσπεσια, δεν σταματησαμε στον τολστογιεφσκι και τη φονισσα του καζαντζιδη, πιασαμε πατο μεν, αλλα βγαλαμε φτυαρια και αρχισαμε το σκαψιμο…Οπότε γκαζώνει ο ΡΣΠ, είναι πληθωρικός, είναι του Orson Welles τρισέγγονος, τίποτα δεν αφήνει έτσι, γι’ αυτό και τον συμπαθεί ο Γέρων του Βουνού και μας τον έχει κάνει ινσταλασιόν εδώ μέσα, μη χέσω, τι να πω, άσε, εγώ οφείλω να καταγράφω, είμαι ταπεινός εγώ, ένας γραφιάς, έλεγα λοιπόν ότι ο ΡΣΠ εγκάζωσεν και σχολίασε, τσουπ, Κι άλλο: ''Ο αγαπημένος μου συνθέτης είναι ο Στραϊκόφσκυ''. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, αν της αρέσει εξίσου και ο Τσάους (τι σκατα τα μαζεύει όλα αυτά τα μυξιάρικα ο Γέρων ούτε πού ξέρω, φιλοσοφικές διερωτήσεις τέτοια ώρα, άσε, δε λέει, κάτσε να βάλω πιο καλά το ακουστικό στο αυτί, να το στερεώσω γιατί ξεφεύγει, ακούω και τους διασαλευμένους συνωμοσιολόγους από πάνω, κάθε νύχτα, ανελλιπώς, δώδεκα με πέντε, «τούτο το καψόνι μοιάζει / να είν’ ολόκληρη ζωή», Σαββό, μην ξεχνιόμαστε, καρντάσια), και μετά, συνεχίζει ο Ανθυπο-Όρσον, μη χέσω, ξανά, Μουσικός η κυρία, παρακαλώ (και ποιος χέστηκε, ρε-ΡΣΠ-πώς-σε-λένε, αν είναι ή όχι μουσικός η κυρία, σάμπως οι μουσικές κυρίες ή οι κυρίες μουσικοί σκαμπάζουν, σήμερις, από μουσική, αρχίδια λουλούδια σκαμπάζουν, δεν ξέρουν καν τον Chuck E. Weiss, άντε να φτάνουν, οι πιο ψαγμένες, λέμε, μέχρι τίποτα Pogues, το πολύ, από δε κλασική, άσε, ούτε τον Gould δεν ξέρουν, οι μουσικές κυρίες), πού είχαμε μείνει;, α, ναι, παρακάμπτουμε τα «Μου αρέσει» και τα «λάικ», και πάμε στην επάνοδο του ΚΚ, ο οποίος, ψυχραίμως, παρότι του έχουν γανώσει τα πρέκια εκεί που δουλεύει (τι δουλεύει;, γαμιέται στη δουλειά ο άνθρωπος, άσε, άσε), ψύχραιμος, λοιπόν, παρότι και λοιπά, μας κοινοποιεί: ειχα μια εδω και καποιο καιρο, που αφου μου εφαγε την ψυχη οτι ειναι κατοχος πτυχιου αγγλικης φιλολογιας μου ζητησε τους αφους καραμαζωφ του τολστου και την κολαση του δαντη (το δευτερο δεν ακουγεται περιεργο, αλλα οταν της ειπα που θα τη βρει, η απαντηση που πηρα ηταν 'τι εννοειτε ειναι ποιημα?'), και τότε, γαμώ την τρέλα μου πού πάω και μπλέκω κάθε φορά, μπήγω ένα γέλιο/χλιμίντρισμα και τινάζομαι και όπως κάνω έτσι χτυπάει το χέρι μου στο ποτήρι με το απόσταγμα που είχα ξεκωλωθεί στη δουλειά να το αγοράσω και χύνεται το χριστό μου μέσα, όχι μέσα, χύνεται πάνω, τηνπαναγίαμου, πάνω στο 2666 και του γαμάει το εξώφυλλο και πετάγομαι να σώσω τη σιτουασιόν και όπως κάνω έτσι φραααααπ με τον αγκώνα παρασύρω τη στοίβα (Gravitys Rainbow σε Picador, το ίδιο σε Penguin, συν όλα τα Mason & Dixon, συν όλες οι γαμημένες μεταφράσεις όλων των γαμημένων του Commander, V και Lot 49, και όλα τα συμπαρομαρτούντα, συν μια απίστευτη μαλακία που κι εγώ δεν ξέρω ποια ταξιαρχία συνωμοτών ήρθε κι έμπασε στη σοφίτα μου, και εννοώ ένα γομάρι σε μέγεθος και ένα σαμιαμίδι σε περιεχόμενο για τον Αλλήθωρο που εξεπόνησε ο Μορφονιός, γάμησέ τα κι άφησέ τα), κι η στοίβα,  όλα αυτά να κατρακυλάνε πάνω στη γυναίκα μου, οπότε τείνει να ξυπνήσει, εγώ τείνω να κατουρηθώ από τον φόβο για τον όγκο τον όγκο τον όγκο, την οροσειρά το θεόρατον το πελώριον της καταλαλιάς που καραδοκεί, αλλά ευτυχώς είναι Τρίτη προς Τετάρτη και κάθε Τρίτη προς Τετάρτη έχει καταπιεί, η αγαπημένη μου ο άγγελός μου το χρυσάφι μου,  ανυπολόγιστες ποσότητες αντιμπολιανικού, αντιπιντσονικού, αντιγουαλασικού, αντιμπουκοφσκικού, and last but not least αντιμπαμπασακικού ορού αντίδοτου γιατρικού, πες ό,τι θες, που είναι σωτήριο δι’ εμέ καθότι, παρότι επλακώθη από τους τόμους που έσπρωξε και κατακρήμνισε ο μεθύσκων αγκώνας μου, μήτε βλεφαρίδα πετάρισε κι έτσι επανήλθα στην αγγαρεία της καταγραφής του διαλόγου (το μάτι μου!) των Ηλεκτρολεττριστών, ήτοι: ΚΚ, α, και το αθανατο 'θελω το γκαιτε, αυτου του φαουστ'… , κι ο Μικρός Ουέλλες επιμένει, Φιλίπ Ροτ, και ο γενναιόψυχος γενναιόδωρος γενναιόφρων (αρκεί να μην του θίξεις τον DFW, αν μ’ εννοείς), πληκτρολογεί και ποστάρει, πώς-το-λένε, ένα respect! , και στο καπάκι ένα «Θα ήθελα τη Θεία Κωμωδία αλλά σε μετάφραση στα Ιταλικά», και λέω εγώ, μέσα και εντός μου, με τα ακουστικά πάντα επισφαλώς στα αυτιά ν’ ακούω τους απογειωμένους στο ραδιόφωνο, και γαμώ την Κόλαση, πού πάω και μπλέκω γαμώ τις υποτροπές μου γαμώ, τέλος πάντων, και να συνεχίζω να καταγράφω τον ΚΚ που συνεχίζει να ποστάρει, και mark twain, αλλα οχι την αγγλικη μεταφραση, το πρωτοτυπο, στα ελληνικα…, θα κατουρηθώ, ρε πούστη μου γαμώ τη μου, θα κατουρηθώ, ο δε Γέρων να κάνει την πάπια τόσην ώρα τώρα, την πάπια την νήσσα τον Αλέκο, λαμόγιο ο Γέρων, την έχει κοπανήσει μάλλον με την Θεά των Θεών που την έχει πείσει ότι είναι ο Θεός των Θεών (άκου να δεις, ο αρχιπαπάρας των αρχιπαπάρων !!!), τέλος ναι τέλος ναι τέλος πάντων, και μου έχει γαμηθεί και το εξώφυλλο του 2666, τον αντιθεό μου μέσα, και ο ακάματος ακούραστος ακαταπόνητος (ακ ! ακ ! ακ !), ο αθεόφοβος ΚΚ, κοπανάει τούτο i wish i were making these up, βγάλε άκρη, εσύ δηλαδή, η Κοιμωμένη, βγάλε άκρη, καθότι εγώ βγάζω άκρη, πώς δεν βγάζω, δύο χρόνια έξι μήνες έξι εβδομάδες κι έξι μέρες ηλεκτρολεττριστής βγάζω, πώς δεν βγάζω, οι Καμένοι του Wallace (λες και δεν έφταναν μόνοι τους) συν οι Καμμένοι του Commander (άλλοι πάλι τούτοι και για να είμαστε δίκαιοι, κυρίες και κύριοι, ladies & gents, φίλες και φίλοι, και αγαπημένα μας παιδια, ΑΥΤΟΙ είναι οι Πρώτοι Διδάξαντες, και ο νοών νοήτω) συν οι Νεοκαμένοι του Bolaño, όλοι μαζί, τρεις τρόικες τρελών, την είδαν η ισχύς εν τη ενώσει – κούνια που μας/τους/σας κούναγε – και συνασπίστηκαν και εδώ και δύο χρόνια έξι μήνες έξι εβδομάδες έξι μέρες και έξι ώρες τώρα συνασπίστηκα κι εγώ μαζί τους, ένας ταπεινός μικρομηκάς κινηματογραφιστής που είχα την τρέλα να μπλέξω κάποτε, χρόνια πολλά πάνε, με κάτι μπητνίκους και μετά με κάτι σιτουασιονίστες και άσ’ τα να πάνε, κι εκεί που έτεινα να σωθώ και να ηρεμήσω λιγάκι να νοικοκυρευτώ να προκόψω, πώς το λένε, αυτό το απλό έστω να κοιμάμαι τη νύχτα και να εργάζομαι την ημέρα, παφ!, γκαπ!, σντουμπ!, γκμοχ!, πάω κι ερωτεύομαι το Πιο Τέλειο Κορίτσι Για Μένα, άσε, κόλαση, κο-λα-σήηηηη !!!, τέλος πάντων, για κάτσε, μη διασπώ τελείως την προσοχή μου, για να συνεχίσω την καταγραφή, λοιπόν, μετά τον ΚΚ πλακώνει πάλι ο Τρισέγγονος του Ουέλλες και ποστάρει  ‎''Τον Δράκο της Στέππας, παρακαλώ'', και ο πάντα γενναιόψυχος και τα λοιπά αρκεί να μην πεις ότι δεν έχει διαβάσει λέξη από το Infinite Jest και το The Pale King και το Oblivion και το A Supposedly Fun Thing Ill Never Do Again (μα πού στο διάτανο πάνε και τους βρίσκουνε τους τίτλους!), κοτσάρει, έλεγα, ο ΚΚ, ένα αβρό,  εξαιρετικο, απλως εξαιρετικο, και σε κλάσμα του δευτερολέπτου ο Εργασιομανής Πιτσιρικάς ΡΣΠ κοπανάει ένα Το καλύτερο όλων: ''Το Πορτοκαλί Ξυπνητήρι''. Ιδιοφυές;, και ο ΚΚ, "Καλημέρα! Μίλησα χθες με το άλλο κατάστημά σας και μου είπαν ότι υπάρχει ένα βιβλίο της Jane Eyre που το έχετε μόνο εσείς. Να σας δώσω isbn;" (κατουριέμαι, κατουριέμαι, κατουριέμαι, την κόλασή μου μέσα, γαμώ!, αλλά αντί φυγής προς τουαλέτα, μπήγω ξανά ένα γέλιο, και γεμίζω το αποκατεστημένο ποτήρι με απόσταγμα, και κατεβάζω μια δημητροκαραμαζοφική γουλιά, και επανέρχομαι στην καταγραφή), ΡΣΠ, ΧAXAXAXAXXAXAA, και σε χρόνο dt ο ΚΚ, αδράχνοντας την ευκαιρία, αρπάζοντάς την απ’ τα μαλλιά, να πω, ρίχνει μια συνδικαλιστική μπηχτή (ανεπίτρεπτο έως τώρα για μας τους Ηλεκτρολεττριστές!, το σημειώνω και θα ενημερώσω τον Administrator, αμέ!), ήτοι,  you try keeping a straight face to that... μετα σου λεει δεν πρεπει να ειμαστε στα βαρεα και ανθυγιεινα..., και τότε το Μικρομέγαλο Μειράκιο, ο Ουέλλες του Νηπιαγωγείου, ρίπτει τούτο, ''Αγαπημένος ζωγράφος ο Λουκιανός Φρέουντ''  και, χωρίς ανάσα, κι αυτό ''Ένα βιβλίο ενός Μάγκνουμ Τσέρυ-μπεργκερ'' (και για πρώτη φορά στην ηλεκτρολεττριστική ζωή μου πιάνω τον εμού εαυτόν να αναρωτιέται μπας και έχει αρχίσει η Ομάς να κυριεύεται από μιαν ελιτιστική σνομπ ψηλομύτικη ροπή, μπας και πρέπει λίγο να χαμηλώσουμε το μπόι, κάτι τύπου «και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά», κάτι σαν «καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περσότερα»;, ή όχι, ή να το απογειώσουμε κι άλλο το κόλπο, ξέρω κι εγώ, μην το παρακάνουμε πάντως να κοροϊδεύουμε τους άλλους, όποιος κοροϊδεύει τον άλλο κοροϊδεύει τον εαυτό του, ναι;), αλλά ας συνεχίσω, Αυτό με τον Γκαίτε του Φαουστ το'χω πει κι εγώ (τροφή για διαγραφή). Αλλά μετά έδωσα σφαλιάρα στο κούτελό μου και το διόρθωσα..., όπα!, νέο αίμα, φρέσκο αίμα, καλώς τον!, είναι ο Διδάκτωρ, ο Τζορτζ Κάρπεντερ, και είναι μια ευπρόσδεκτη παρουσία, να ’ναι καλά, ίσως ο μόνος κατά τι νουνεχής εδώ μέσα, για κάτσε να δούμε τι θα δούμε, και τσουπ!, πάλι ο Όρσον-Δωδεκαετής-εις-τον-Ναό πετάγεται και ποστάρει, Αυτό ήταν το τελευταίο οχυρό μου, I'm done! (έτσι λέει, αλλά σιγά μην done, τον βλέπω να μένει ως το πρωί εδώ πέρα μέσα, την γκατζολία μου γαμώ, μη χέσω κι άλλο μέσα), και, ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ, μα τι βλέπουν τα μάτια τα ματάκια μου οι δόλιοι οι οφθαλμοί μου!, παρεμβαίνει επιβλητικός και παχουλός στο κεφαλόσκαλο της Ομάδας Ηλεκτρολεττριστών του Facebook, ο Dr Baba (άλλη απάτη κι αυτός!) και λέγει, ανευλαβώς ανευλαβής, Το σκίσατε πια ! Άντε άλλο ένα (από το γκέι βιβλιοπωλείο "Έγχρωμος Πλανήτης): "Οι Αδελφές Καραμαζώχ" !, και, νταμπλ!, καπάκι ποστάρει ο Γέρων του Βουνού, Πού θα εξορίσουμε τον Βέλτσο όταν πάρουμε την εξουσία;, και απαντά επιβλητικός και παχουλός στο κεφαλόσκαλο κρατώντας, μάλιστα, λένε οι φήμες, ένα κύπελλο με σαπουνάδα, ο Γέρων του Βουνού, Στην Μποντριγυάρο !, και μεμιάς!, αίλουρος αστραπή νίντζα, ο Διδάκτωρ αναφωνεί (πληκτρολογικώς και φεϊσμπουκικώς): Το κλέβω!, και συνεχίζει σαν αίλουρος αστραπή νίντζα λοκατζής κομάντο (όχι τίποτα άλλο, είχα και δύο εξάμηνα με Βέλτσο), κι εγώ, γεμίζω, ναι, να γεμίζω και τώρα και πάλι και πάντα και ξανά το ποτήρι,  γεμίζω, ναι, να γεμίζω και τώρα και πάλι και πάντα και ξανά το ποτήρι μου και να αδειάζω και τώρα και πάλι και πάντα και ξανά το μυαλό μου από κάθε ιχνοστοιχείο μεμψιμοιρίας και γκρίνιας και κακίας, και γίνομαι γεύμα γυμνό και πάλι, και το αλλάζω για πολλοστή φορά το παιχνίδι, αλλάζω σκακιέρα, όπως μήνυσα και στον Τροβαδούρο να μηνύσει στους Δικούς Του, και λέω αντίο στον Δημήτριο Καραμάζοφ και λέω καλωσόρισες στον Λέοντα Μίσκιν, και γεμίζω το ποτήρι μου και πάλι.
[συνεχίζεται]


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

RB / Poems


Roberto Bolaño
 [ photo: Babassakis ]
Μες στου ονείρου τ’ όνειρο
*   *   *
Πολλοί από τους συγγραφείς που μας συγκλόνισαν έχουν θητεύσει και στην ποίηση (Γιώργος Ιωάννου, Ernest Hemingway, Malcolm Lowry, Vladimir Nabokov). Ο Roberto Bolaño, επίσης. Η εκθαμβωτική του πρόζα ενέχει ποίηση. Σκαλίζοντας, πέσαμε τυχαία στα ποιήματα από τη συλλογή Tres, η οποία κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του 2011, από τον οίκο New Directions. Κάναμε ένα πείραμα, ειδικά για το παρόν τεύχος του Δέντρου [#183-184]: μεταφράσαμε τα μεταφρασμένα από την Laura Healy ποιήματα εις διπλούν, μια ο ένας, μια ο άλλος. Έτσι έχουμε ένα μικρό ναμποκοφικό παιχνίδι: ποιήματα αρχικά γραμμένα στα ισπανικά, μεταφρασμένα στα αγγλικά, μεταφερμένα στα ελληνικά σε δύο εκδοχές.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης & Παναγιώτης Χαχής
*   *   *
 
31. I dreamt that Earth was finished. And the only
human being to contemplate the end was Franz
Kafka. In heaven, the Titans were fighting to the
death. From a wrought-iron seat in Central Park,
Kafka was watching the world burn.

Είδα όνειρο, τη Γη μας ν’ αφανίζεται. Κι ο μόνος άνθρωπος που το τέλος της γης συλλογίζεται/ ήταν ο Φραντς Κάφκα. / Στον ουρανό οι Τιτάνες θανάσιμα να πολεμάνε/ Από ένα σιδερένιο κάθισμα  εκεί στο Σέντραλ Παρκ/ ο Κάφκα έβλεπε τον κόσμο να χαλάει. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως η Γη είχε ξοφλήσει. Κι ο μόνος/ μάρτυρας του τέλους ήταν ο Φραντς Κάφκα./ Στον παράδεισο οι Τιτάνες θανάσιμα πολεμούσαν./ Από ένα σφυρήλατο σιδερένιο παγκάκι του Σέντραλ Παρκ/ ο Κάφκα έβλεπε τον κόσμο στις φλόγες. [Π.Χ]
*   *   *

32. I dreamt I was dreaming and I came home
too late. In my bed I found Mário de Sá-Carneiro
sleeping with my first love. When I uncovered them
I found they were dead and, biting my lips till they
bled, I went back to the streets.

Είδα στ’ όνειρό μου ότι ονειρευόμουνα και γύρισα/ αργά πολύ στο σπίτι. Στο κρεβάτι μου τον Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο βρήκα/ με τον πρώτο μου έρωτα να κοιμάται. Σαν τα σεντόνια τράβηξα/ είδα που ήσαν πεθαμένοι πια κι οι δυο τους, και, τα χείλια μου δαγκάνοντας/ ώσπου αιμορράγησαν/ πήρα πάλι τους δρόμους. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως ονειρευόμουν κι επέστρεψα αργά/ στο σπίτι. Στο κρεβάτι μου βρήκα τον Μάριο ντε Σά-Καρνέιρο/ με την πρώτη αγάπη μου να πλαγιάζει. Σαν τους ξεσκέπασα είδα πως ήταν νεκροί και τα χείλη μου δαγκώνοντας μέχρι/ να ματώσουν, πήρα πάλι τους δρόμους. [Π.Χ]

*   *   *
33. I dreamt that Anacreon was building his castle
on the top of a barren hill and then destroying it.

Ονειρεύτηκα που ο Ανακρέων το κάστρο του το έχτιζε/ στην κορφή λόφου άκαρπου κι ύστερα το γκρέμιζε ξανά [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως ο Ανακρέοντας το κάστρο του έχτιζε/ στην κορφή ενός έρημου λόφου κι ύστερα το κατέστρεφε. [Π.Χ]
*   *   *
34. I dreamt I was a really old Latin American
detective. I lived in New York and Mark Twain
was hiring me to save the life of someone without
a face. “It’s going to be a damn tough case, Mr.
Twain,” I told him.

Που ήμουν, ονειρεύτηκα, ένας γέρος πολύ Λατινοαμερικανός ντετέκτιβ./ Στη Νέα Υόρκη ζούσα, και ο Μαρκ Τουαίην με προσλαμβάνει, να δεις,/ να σώσω τη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς πρόσωπο./ «Πολύ μπελάς υπόθεση θα είναι, μίστερ Τουαίην», του λέω. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος, Λατινοαμερικάνος ντετέκτιβ./ Ζούσα στη Νέα Υόρκη κι ο Μαρκ Τουαίην με προσέλαβε να σώσω τη ζωή κάποιου χωρίς/ πρόσωπο. «Θα είναι ζόρικη υπόθεση κ. Τουαίην», του είπα. [Π.Χ]
*   *   *
35. I dreamt I was falling in love with Alice Sheldon.
She didn’t want me. So I tried getting myself killed
on three continents. Years passed. Finally, when I
was really old, she appeared on the other end of the
promenade in New York and with signals (like the
ones they use on aircraft carriers to help the pilots
land) she told me she’d always loved me.

Ονειρεύτηκα ότι με την Άλις Σέλντον είχα ερωτευτεί./ Δεν με ήθελε, λέει. Κι έτσι είπα σε τρεις ηπείρους να πάω να σκοτωθώ./ Πέρασαν χρόνια πολλά. Τελικά, σαν ήμουν γέροντας πολύ,/ να ’σου εκείνη, να εμφανίζεται στην άλλη μεριά της βόλτας στη Νέα Υόρκη και με σινιάλα/ (σαν κι αυτά που κάνουν στα αεροπλανοφόρα για να βοηθήσουν τους πιλότους να προσγειωθούν)/ μου λέει πως πάντα μ’ αγαπούσε. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως ερωτεύτηκα την Άλις Σέλντον./ Εκείνη δε μ’ ήθελε. Κι έτσι δοκίμασα/σε τρεις ηπείρους ν’ αυτοκτονήσω. Τα χρόνια πέρασαν. Στο τέλος, σαν είχα πια γεράσει/ εκείνη εμφανίστηκε στην άλλη άκρη του δρόμου στη Νέα Υόρκη/ και με νοήματα με τα χέρια (όπως αυτά  που κάνουν στ’ αεροπλανοφόρα για να βοηθήσουν τους πιλότους στην προσγείωση)/ μου είπε πως πάντα μ’ αγαπούσε. [Π.Χ]
*   *   *
 36. I dreamt I was 69ing with Anaïs Nin on an
enormous basaltic flagstone.

Ονειρεύτηκα ότι κάναμε 69 με την Αναϊς Νιν/ σε μια πελώρια πλάκα από βασάλτη. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως κάναμε 69 με την Αναϊς Νιν σ’ ένα/ τεράστιο λιθόστρωτο από βασάλτη. [Π.Χ]
*   *   *
37. I dreamt I was fucking Carson McCullers in a
dim-lit room in the spring of 1981. And we both felt
irrationally happy.

Ότι γαμούσα, ονειρεύτηκα, την Κάρσον ΜακΚάλλερς σ’ ένα/ αμυδρά φωτισμένο καμαράκι την άνοιξη του 1981. Κι ήμασταν κι οι δυο/ τρελά ευτυχισμένοι. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως γαμούσα την Κάρσον ΜακΚάλλερς σ’ ένα/ μισοσκότεινο δωμάτιο την άνοιξη του 1981. Κι οι δυο μας ήμασταν παράλογα ευτυχισμένοι. [Π.Χ]
*   *   *
38. I dreamt I was back at my old high school
and Alphonse Daudet was my French teacher.
Something imperceptible made us realize we were
dreaming. Daudet kept looking out the window
and smoking Tartarin’s pipe

Ότι ήμουν, ονειρεύτηκα, ξανά στο παλιό μου το γυμνάσιο/ κι ο Αλφόνσος Ντωντέ ο δάσκαλός μας ήτανε των γαλλικών. Κάτι ανεπαίσθητο μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε/ ότι ονειρευόμασταν. Ο Ντωντέ ολοένα κοίταζε από το παράθυρο και κάπνιζε την σαν του Ταρταρίνου πίπα του. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως πήγαινα πάλι Γυμνάσιο/ κι ο Αλφόνσος Ντωντέ ήταν ο δάσκαλος των γαλλικών./ Κάτι ανεπαίσθητο μας έκανε να νιώσουμε πως ήμασταν μέσα σ’ όνειρο. Ο Ντωντέ κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο/ και κάπνιζε του Ταρταρέν την πίπα. [Π.Χ]

*   *   *
39. I dreamt I kept sleeping while my classmates
tried to liberate Robert Desnos from the Terezín
concentration camp. When I woke a voice was
telling me to get moving. “Quick, Bolaño, quick,
there’s no time to lose.” When I got there, all I
found was an old detective picking through the
smoking ruins of the attack.

Ότι κοιμόμουν ακόμη, ονειρεύτηκα, ενόσω οι συμμαθητές μου/ πάσχιζαν να λευτερώσουν τον Ρομπέρ Ντεσνός από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τερεζίν./ Σαν ξύπνησα μια φωνή άκουσα να μου λέει, «Βιάσου, Μπολάνο, βιάσου,/δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο». Σαν έφτασα εκεί,/ όλο κι όλο που βρήκα ήταν ένας γέρος ντετέκτιβ να σκαλίζει στα καπνισμένα ερείπια απ’ την επίθεση. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως κοιμόμουν ενώ οι συμμαθητές μου/ να ελευθερώσουν προσπαθούσαν τον Ρομπέρ Ντεσνός απ’ το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν./ Σαν ξύπνησα μια φωνή μου έλεγε να βιαστώ. «Γρήγορα Μπολάνιο, γρήγορα,/ δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο». Όταν έφτασα εκεί το μόνο που βρήκα/ ήταν ένα γέρο ντετέκτιβ να συλλέγει στοιχεία ανάμεσα στα καπνισμένα ερείπια της επίθεσης. [Π.Χ]
*   *   *
40. I dreamt that a storm of phantom numbers was
the only thing left of human beings three billion
years after Earth ceased to exist.

Ονειρεύτηκα ότι μια θύελλα φασματικοί αριθμοί ήταν/ το μόνο που ’χε απομείνει από τ’ ανθρώπινα όντα τρία δισεκατομμύρια/ μετά που έπαψε η Γη πια να υπάρχει [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως μια θύελλα από φαντάσματα αριθμών ήταν/ το μόνο που απέμεινε απ’ τους ανθρώπους τρία δισεκατομμύρια χρόνια ύστερα απ’ το τέλος της Γης. [Π.Χ]
*   *   *
41. I dreamt I was dreaming and in the dream
tunnels i found Roque Dalton’s dream: the dream
of the brave ones who died for a fucking chimera.
Όνειρο στ’ όνειρο όναρ και στου ορυχείου τ’ όνειρο/ τ’ όνειρο βρήκα του Ρόκε Ντάλτον/ των γενναίων τ’ όνειρο που για ένα πουκάμισο πέθαναν αδειανό / μια γαμημένη Ελένη [ΓΙΜ]
Ονειρεύτηκα πως ονειρευόμουν και στις
στοές τ’ ονείρου βρήκα το όνειρο του Ρόκε Ντάλτον: τ’ όνειρο
των γενναίων που πέθαναν για μια χίμαιρα γαμημένη.
[Π.Χ.]
*   *   *
 42. I dreamt I was 18 and saw my best friend at
the time, who was also 18, making love to Walt
Whitman. They did it in an armchair, contemplating
the stormy Civitavecchia sunset.

Ονειρεύτηκα, ήμουν, λέει, 18, κι είδα την καλύτερή μου φίλη, κι αυτή 18, να κάνει έρωτα με τον Ουόλτ Ουίτμαν./ Το έκαναν σε μια μπερζέρα και κοίταζαν συνάμα/ το θυελλώδες δείλι της Πόλης της Παλιάς. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως ήμουν 18 κι είδα τον καλύτερο μου φίλο τότε/ κι αυτόν 18, να κάνει έρωτα με τον Ουόλτ Ουίτμαν. Το έκαναν σε μια πολυθρόνα, χαζεύοντας το θυελλώδες σούρουπο της Civitavecchia. [Π.Χ]
*   *   *
43. I dreamt I was a prisoner and Boethius was
my cellmate. “look, Bolaño,” he said, extending
his hand and his pen in the shadows:
“they’re not trembling! they’re not
trembling!” (after a while,
he added in a calm voice: “but they’ll tremble when
they recognize that bastard Theodoric.”)

Ονειρεύτηκα ότι ήμουνα αιχμάλωτος και το κελί μου/ με τον Βοήθιο μοιραζόμουν. «Για δες, Μπολάνιο», είπε, απλώνοντας το χέρι του και τη γραφίδα του μες στις σκιές:/ «Δεν τρέμουνε! Δεν τρέμουνε!» (Ύστερα από λίγο, πρόσθεσε με γαλήνια φωνή: «Αλλά θα τρέμουν όταν/ εκείνον τον αχρείο θ’ αναγνωρίσουνε, τον Θεοδώριχο») [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως ήμουν φυλακή και ο Βοήθιος/ ήταν συγκρατούμενός μου. «Κοίτα, Μπολάνιο» είπε, τεντώνοντας τα χέρια και την πένα του μες τις σκιές:/ «Δεν τρέμουνε! Δεν τρέμουνε!» (κι ύστερα/ πρόσθεσε με ήρεμη φωνή: «όμως θα τρέμουν όταν/ αναγνωρίσουν εκείνον τον μπάσταρδο τον Θεοδώριχο») [Π.Χ]
*   *   *
44. I dreamt I was translating the Marquis de Sade
with axe blows. Id gone crazy and was living in the
woods.

Ότι μετέφραζα Μαρκήσιο ντε Σαντ με τσεκουριές, ονειρεύτηκα./ Ότι είχα τρελαθεί και μες στο δάσος ζούσα. [ΓΙΜ]

Ονειρεύτηκα πως μετέφραζα τον Μαρκήσιο ντε Σαντ/ με τσεκουριές./ Είχα αποτρελαθεί και ζούσα μες το δάσος. [Π.Χ.]
*   *   *
45. I dreamt that Pascal was talking about fear with
crystal clear words at a tavern in Civitavecchia:
Miracles don’t convert, they condemn
, he said.
Όνειρο είδα οπού ο Πασκάλ για τον φόβο μιλούσε με λόγια κρύσταλλο διαυγή σε ταβέρνα στην Civitavecchia ~ Τα θάματα δεν σ’ αλλάζουν, σε καταδικάζουν, είπε. [ΓΙΜ]
Ονειρεύτηκα τον Πασκάλ να μιλά για τον φόβο/ με λέξεις κρυστάλλινες σε μια ταβέρνα στην Civitavecchia:/ «Τα θαύματα δεν μεταμορφώνουν, καταδικάζουν». [Π.Χ.]
*   *   *
 46. I dreamt I was an old Latin American detective
and a mysterious Foundation hired me to find the
death certificates of the Flying Spics. I was traveling
all around the world: hospitals, battlefields, pulque
bars, abandoned schools.

Είδα όνειρο που ήμουνα γέρος Λατινοαμερικανός ντετέκτιβ/ κι ένα μυστήριο Ίδρυμα με προσέλαβε να βρω/ τις Ληξιαρχικές Πράξεις Θανάτου των Ιπτάμενων Σπανιόλων./ Έφαγα τον κόσμο: ξενοδοχεία, πεδία μαχών, καπηλειά, εγκαταλειμμένα σχολειά [ΓΙΜ] 

Ονειρεύτηκα πως ήμουν γέρος Λατινοαμερικάνος ντετέκτιβ/ κι ένα μυστήριο Ίδρυμα με προσέλαβε να βρω/ τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου των Flying Spics./ Όλο τον κόσμο γύρισα: νοσοκομεία, πεδία μαχών, πουλκερίες, εγκαταλειμμένα σχολεία. [Π.Χ]

*   *   *