Αρχείων Αρχείο
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης μου έμαθε πολλά. Κυρίως, με ώθησε να προχωρήσω στις
δικές μου αναζητήσεις. Όταν αντιλαμβανόταν, με την οξύνοια και τη διαίσθησή του
(προϊόν κολοσσιαίας και άγριας πείρας), ότι κάτι θα μου ταίριαζε και θα μπορούσα
δημιουργικά να το εντάξω στη διάπλασή μου, έσπευδε να μου το συστήσει. Μου
έδινε συμβουλές ακόμα και για ζητήματα διατροφής. Πολύτιμες συμβουλές.
Για ένα διάστημα, ήμουν κάτι σαν το δεξί του χέρι, παρέα με τον αείμνηστο
Βαγγέλη Κοτρώνη. Στο Ιδεοδρόμιο. Ο ογκώδης βραχνός ευαίσθητος Βαγγέλης. Ο
λεπτοκαμωμένος λιγομίλητος μπλαζέ
Ίκαρος. Όχι τόσο δελφίνοι, όσο πνευματικοί, διανοητικοί μπράβοι.
Ψυχοσωματοφύλακες. Εύθυμα, γλεντζέδικα παιδιά που είχαν πρώιμες στέρεες
βεβαιότητες και ζούσαν εικοσιτετράωρα αέναων πειραματισμών.
Οι δρόμοι μας, με τον Λεωνίδα, δεν
χώρισαν. Ποτέ. Απλώς άλλοτε κινιόμασταν παραλλήλως, άλλοτε τρωγοπίναμε στα
πανδοχεία του κάθε τρίστρατου, άλλοτε χανόμασταν στον ίδιο λαβύρινθο, χωμένος ο
καθένας στα δικά του, για να συναντηθούμε ξανά, στη Σόλωνος, στη Σολωμού, στην
Ιπποκράτους, στα βιβλιοπωλεία, στα εστιατόρια, στους κινηματογράφους, στα
καπηλειά. Σκέφτομαι ότι στις τρεις και βάλε δεκαετίες από τότε που τον γνώρισα
δεν άλλαξα ρότα ενδιαφέροντα αισθητική τρόπους γούστα.
Ανταλλάσσαμε ιδέες μες στα χρόνια. Δύο δικές μου έγιναν δικές του,
παραμένοντας και δικές μου. Εμπνευσμένος από την Ατιμία του Borges συνέταξα το σχέδιο για μια Σύντομη
Ιστορία της Αλητείας. Έφυγα για τη Γερμανία, αφήνοντας πολλά χαρτιά μου
στον Λεό. Πιο έμπειρος από μένα, πολύ
πιο γρήγορος στο γράψιμο –άλλωστε εγώ είχα κυλήσει πάλι στην ποίηση εκείνη την
εποχή, ενώ παράλληλα έλιωνα διαβάζοντας Hegel στο Bielefeld της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας–, ο Δάσκαλος οικειοποιήθηκε
δεόντως το σχέδιο και το πραγματοποίησε με επιτυχία. Την ελάχιστη αμηχανία που
έτεινε να δεσπόσει όταν ανταμώσαμε, και αφού ο Λεό είχε εκδώσει, στον
Γαβριηλίδη, την Αλητεία, πανεύκολα
την πνίξαμε σε απανωτά ποτήρια λευκό κρασί κάπου στην πλατεία Καρύτση.
Το 1992 άρχισα να γράφω τα πεζογραφήματα που στεγάστηκαν στο Βιβλίο Συμβάντων και Αναφορών (εκδ.
Ερατώ, 1996). Αποτελούσαν (και αποτελούν, διάολε!) μέρος ενός μυθιστορήματος
που συντίθεται και εκρήγνυται για να επανασυντεθεί ώσπου ξανά να εκραγεί και
κατόπιν να ζητήσει εκ νέου την ανασύνθεσή του. Στα μισά του βιβλίου,
στρατηγικά, ενέταξα το πεζογράφημα «… στο Καφενείο της Χαμένης Νιότης».
Καταλαμβάνει τις σελίδες 83-90 του βιβλίου. Αποτελείται από ονόματα ανθρώπων
που γνώρισα από την παιδική μου ηλικία έως τα τριάντα μου, περίπου, και που
άφησαν ίχνη στη ζωή μου. Ο Λεό, παρακινημένος από συζητήσεις σχετικά με τον
λιτό τρόπο μου, οικειοποιήθηκε το τέχνασμα και έφτιαξε το όμορφο βιβλίο, με τον
αμιγώς χρηστακικό τίτλο, Βιοπραγματική
Ονοματοθεσία (εκδ. Όμβρος, 2000), αποτελούμενο από ονόματα ανθρώπων που
γνώρισε από την παιδική του ηλικία έως τα εβδομήντα δύο του, ακριβώς, και που
άφησαν ίχνη στη ζωή του.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με χαρτί και μολύβι, υπάρχω σε εφήμερες
κοινότητες, σε παρέες με συμπότες και συζητητές που πάνε κι έρχονται, με ιδέες
που λάμπουν άξαφνα και άλλες μένουν εκεί σταθερά και άλλες χάνονται σαν ψίθυροι
σε γήπεδο. Πολλές ιδέες φίλων πέρασαν σε κείμενά μου. Δικές μου, βρήκαν το
δρόμο τους σε κονάκια φίλων. Έτσι είναι όταν περνάς οχτώ και δέκα, ενίοτε και
δώδεκα, ώρες το εικοσιτετράωρο με παλλόμενες διάνοιες που μεθοκοπάνε ακούγοντας
πότε jazz και πότε Άκη Πάνου
(ενίοτε ταυτοχρόνως!) επί σχεδόν δύο δεκαετίες στο εμβαδόν Ασκληπιού επί
Καλλιδρομίου. Συχνά ξυπνούσαμε χωρίς να ξέρουμε πού βρισκόμαστε, και φυσικά
δυσκολευόμασταν να εξιχνιάσουμε, φέρ’ ειπείν, τίνος ιδέα ήταν να συνεχίσουμε
την κρασοκατάνυξη συζητώντας περί Eliot στου Μπόκολα και να καταλήξουμε στην Κέρκυρα με το χάραμα
(!). Μερικές ουλές που έχουν παραμείνει σε κάποιων τα χέρια, τις κνήμες, το
πίσω μέρος του κρανίου, ή το αριστερό βλέφαρο ακόμη δεν έχουν εξηγηθεί
πειστικά. Δεν μπορούμε συνεπώς να μιλάμε για copyright ιδεών. Μπορούμε, ωστόσο, να θυμόμαστε
και να θυμίζουμε μερικές φάσεις, για το γούστο του πράγματος. Και γιατί οι
καιροί είναι αυτοί που είναι. Ενώ τότε οι καιροί ήσαν αυτοί που ήσαν. Εμείς
παραμένουμε αυτοί που ήμασταν. Ο Λεωνίδας είναι πάντα εδώ. Μοναδικός. Και
Ανεπανάληπτος.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μαρούσι, 04/06/2012